ἐπιτίμαιος: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτίμαιος]] και ἐπιτιμαῖος, ὁ (Α)<br />(κωμ. [[παρωνύμιο]] του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους<br />(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρατσούκλι ([[παρωνύμιο]]) του ιστορικού Τιμαίου: [[επιτίμαιος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιτιμώ]] ( | |mltxt=[[ἐπιτίμαιος]] και ἐπιτιμαῖος, ὁ (Α)<br />(κωμ. [[παρωνύμιο]] του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους<br />(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρατσούκλι ([[παρωνύμιο]]) του ιστορικού Τιμαίου: [[επιτίμαιος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιτιμώ]] ([[πρβλ]]. [[τιμαίος]] (> <i>Τίμαιος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[τιμώ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιτίμαιος:''' (τῑ) попрекающий, придирчивый (шутл. прозвище историка Тимея) Diod. | |elrutext='''ἐπιτίμαιος:''' (τῑ) попрекающий, придирчивый (шутл. прозвище историка Тимея) Diod. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:56, 23 August 2021
English (LSJ)
[τῑ], ὁ, (A ἐπιτιμάω 11.2) fault-finder, nickname of the historian Timaeus, Ister ap.Ath.6.272b, D.S.5.1:
German (Pape)
[Seite 993] ὁ, wird scherzhaft der griech. Geschichtschreiber Timäus bei Ath. VI, 272 b genannt, διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐπιτιμήσεως, der Tadelsüchtige, vgl. D. Sic. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτίμαιος: (ἐπιτῑμάω ΙΙ. 2), ὁ εὑρίσκων σφάλματα καὶ ἐπιτιμῶν τοὺς ἄλλους, κωμικὸν ἐπώνυμον τοῦ ἱστορικοῦ Τιμαίου, Ἴστρος ὁ Καλλιμάχειος παρ’ Ἀθην. 272Β, πρβλ. Διοδ. 5. 1.
Greek Monolingual
ἐπιτίμαιος και ἐπιτιμαῖος, ὁ (Α)
(κωμ. παρωνύμιο του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους
(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατσούκλι (παρωνύμιο) του ιστορικού Τιμαίου: επιτίμαιος < επιτιμώ (πρβλ. τιμαίος (> Τίμαιος) < τιμώ].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτίμαιος: (τῑ) попрекающий, придирчивый (шутл. прозвище историка Тимея) Diod.