ἐχθίων: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐχθίων]], -ον (Α)<br />εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' [[ἐχθίων]] [[τύχη]];», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐχθιόνως]] (Α)<br />εχθρικότερα («[[ἐχθιόνως]] ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιων</i> ( | |mltxt=[[ἐχθίων]], -ον (Α)<br />εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' [[ἐχθίων]] [[τύχη]];», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐχθιόνως]] (Α)<br />εχθρικότερα («[[ἐχθιόνως]] ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιων</i> ([[πρβλ]]. <i>αισχ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ηδ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, gen. ονος, Comp. of ἐχθρός, A more hateful, A.Pers.438, S.OT272, E.El.222, Ar.Av.370, Th.4.86, Pl.Ly.214c. Adv. ἐχθιόνως, ἔχειν X.Smp.4.3.
German (Pape)
[Seite 1125] ον, comparat. zu ἐχθρός, von ἔχθος abgeleitet, Aesch. Pers. 438 u. andere Tragg., wie in Prosa, τοσούτῳ ἐχθίων γίγνεσθαι Plat. Lys. 214 c, feindseliger, verhaßter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθίων: ῑ, ἔχθῑον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ ἐχθρός, ἐχθρικώτερος, μισητότερος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 438, Σοφ. Ο. Τ. 272, Εὐρ. Ἠλ. 222, Ἀριστοφ. Ὄρν. 370. ― Ἐπίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν Ξεν. Συμπ. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sert de Cp. à ἐχθρός.
Greek Monolingual
ἐχθίων, -ον (Α)
εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη;», Αισχύλ.).
επίρρ...
ἐχθιόνως (Α)
εχθρικότερα («ἐχθιόνως ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. εχθρός με κατάλ. -ιων (πρβλ. αισχ-ίων < αισχρός, ηδ-ίων < ηδύς)].
Greek Monotonic
ἐχθίων: -ον, γεν. -ονος, ανώμ. συγκρ. του ἐχθρός, πιο μισητός, σε Τραγ.· επίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν, είμαι περισσότερο εχθρικός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθίων: 2, gen. ονος Trag. etc. compar. к ἐχθρός I.
Middle Liddell
ἐχθίων, ονος,
more hated, more hateful, Trag. adv., ἐχθιόνως ἔχειν to be more hostile, Xen. [irreg. comp. of ἐχθρός,]