ἔπανδρος: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔπανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε άνδρα, [[ανδροπρεπής]], [[ανδρικός]] («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔπανδρον</i><br />ανδρικό, αρρενωπό [[παράστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπάνδρως</i><br />ανδρικά, γενναία, με ανδρικό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ( | |mltxt=[[ἔπανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε άνδρα, [[ανδροπρεπής]], [[ανδρικός]] («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔπανδρον</i><br />ανδρικό, αρρενωπό [[παράστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπάνδρως</i><br />ανδρικά, γενναία, με ανδρικό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[άνανδρος]], [[εύανδρος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔπανδρος:''' мужской, подобающий мужчине, мужественный ([[πρᾶξις]] Diod.; [[μουσική]] Sext.). | |elrutext='''ἔπανδρος:''' мужской, подобающий мужчине, мужественный ([[πρᾶξις]] Diod.; [[μουσική]] Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ) A manly, Demad.37, Phld.Ir.p.65 W., Vett. Val.14.24, al.; πρᾶξις D.S.4.50; ἐργασία IG4.951 (i B.C.); τὸ ἔ. masculine spirit, Corn.ND20; ἔργα Hierocl.p.63 A. (Comp.). Adv. -δρως S.E.M.11.107; ἀγωνίσασθαι CIG4239 (Tlos), cf. SIG709.6 (Cherson., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 901] mannhaft, einem Manne geziemend, πρᾶξις D. Sic. 4, 50; μουσική Sext. Emp. adv. mus. 15; von einem Manne, ἔπ. καὶ ἀῤῥενουργός Nicomach. in Phot. bibl. p. 144, 15; – τὸ ἔπανδρον, männliches Wesen, Palaeph. – Adv., ἐπ. ἀγωνίζεσθαι Sext. Emp. adv. eth. 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἀνδρικός, Διόδ. 4. 50, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879.7· τὸ ἔπανδρον, τὸ ἀνδρικόν, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 20. - Ἐπίρρ. ἐπάνδρως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 4239.
Greek Monolingual
ἔπανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον
ανδρικό, αρρενωπό παράστημα.
επίρρ...
ἐπάνδρως
ανδρικά, γενναία, με ανδρικό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ανδρος (< ανήρ), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άνανδρος, εύανδρος)].
Russian (Dvoretsky)
ἔπανδρος: мужской, подобающий мужчине, мужественный (πρᾶξις Diod.; μουσική Sext.).