ἡμίθραυστος: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίθραυστος]], -ον)<br />[[κατά]] το ήμισυ [[σπασμένος]], μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θραυστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>θραυστος</i>, <i>εύ</i>-<i>θραυστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίθραυστος]], -ον)<br />[[κατά]] το ήμισυ [[σπασμένος]], μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θραυστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>θραυστος</i>, <i>εύ</i>-<i>θραυστος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίθραυστος Medium diacritics: ἡμίθραυστος Low diacritics: ημίθραυστος Capitals: ΗΜΙΘΡΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíthraustos Transliteration B: hēmithraustos Transliteration C: imithrafstos Beta Code: h(mi/qraustos

English (LSJ)

ον, A half-broken, E.HF1096, Lyc.378, AP9.568.5 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1168] halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίθραυστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθραυσμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1096. Λυκ. 378, Ἀνθ. Π. 9, 568.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié brisé.
Étymologie: ἡμι-, θραύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίθραυστος, -ον)
κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θραυστος (< θραύω), πρβλ. ά-θραυστος, εύ-θραυστος].

Greek Monotonic

ἡμίθραυστος: -ον (θραύω), μισοσπασμένος, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίθραυστος: наполовину разбитый, полуразрушенный (λάϊνον τύκισμα Eur.; αὔλιον Anth.).

Middle Liddell

ἡμί-θραυστος, ον θραύω
half-broken, Eur., Anth.