ἱπποβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποβάτης]], o (A)<br /><b>1.</b> [[αναβάτης]] ίππου, [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> (για ίππο ή όνο) [[βαρβάτος]], [[επιβήτορας]], βατευτής, [[οχευτής]] («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῖς ἱπποβάτοις», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυνο</i>-[[βάτης]], <i>τεθριππο</i>-[[βάτης]].
|mltxt=[[ἱπποβάτης]], o (A)<br /><b>1.</b> [[αναβάτης]] ίππου, [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> (για ίππο ή όνο) [[βαρβάτος]], [[επιβήτορας]], βατευτής, [[οχευτής]] («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῖς ἱπποβάτοις», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>κυνο</i>-[[βάτης]], <i>τεθριππο</i>-[[βάτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποβᾰ́της Medium diacritics: ἱπποβάτης Low diacritics: ιπποβάτης Capitals: ΙΠΠΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: hippobátēs Transliteration B: hippobatēs Transliteration C: ippovatis Beta Code: i(ppoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A horseman, A.Pers.26 (anap.). II ἱπποβάτης ἵππος or ὄνος, stallion, Str.8.8.1, Hippiatr.14; cf. ἱπποβότης.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, 1) Rossebesteiger, Ritter, Aesch. Pers. 26. – 21 ὄνοι (vgl. ἐπιβήτωρ), Beschäler, Zuchthengst, Strab. 8, 8, 1 (Kramer ἱπποβάτοις).

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἀναβάτης ἵππου, ἱππεύς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 26. ΙΙ. ἱπποβ. ἵπποςὄνος, ὁ ἐπιβαίνων τῶν θηλειῶν, ἄλλως: ἐπιβήτωρ, Στράβ. 388. -ἱπποβατέω, ἐπιβαίνω τῶν θηλειῶν ἵππων, Cod. Par. 2322, fol. 57 vo.

French (Bailly abrégé)

dor. ἱπποβάτας;
ου (ὁ) :
qui va à cheval, cavalier.
Étymologie: ἵππος, βαίνω.

Greek Monolingual

ἱπποβάτης, o (A)
1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος
2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῖς ἱπποβάτοις», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνο-βάτης, τεθριππο-βάτης.

Greek Monotonic

ἱπποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αναβάτης ίππων, καβαλάρης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποβάτης: ου (ᾰ) ὁ наездник, всадник Aesch.

Middle Liddell

ἱππο-βᾰ́της, ου, βαίνω
a horseman, Aesch.