εὔοπλος: Difference between revisions
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος [[λόχος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη [[φύση]] με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό [[αιδοίο]] («[[εὔοπλος]] γὰρ εἶ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος [[λόχος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη [[φύση]] με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό [[αιδοίο]] («[[εὔοπλος]] γὰρ εἶ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), [[πρβλ]]. [[άοπλος]], [[ένοπλος]]].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπλή]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:41, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (ὅπλον) A well-armed, well-equipped, Ar.Ach.592; λόχος, πόλις, X. HG4.2.5 (Sup.), Hier.11.3; τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα -ότερα Arist.HA538b4. II (ὁπλή) with good hoofs, Poll.1.194.
German (Pape)
[Seite 1085] 1) mit guten Hufen, Poll. 1, 194. – 2) mit guten Waffen, gutbewaffnet; im obscönen Sinne Ar. Ach. 592; λόχος Xen. Hell. 4, 2, 5; πόλις Hier. 11, 3; εὐοπλότερα καὶ ἰσχυρότερα ζῷα Arist. H. A. 4, 11; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔοπλος: -ον, καλῶς ὡπλισμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 592· λόχος, πόλις Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, Ἱέρ. 11, 3· τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 11. ΙΙ. (ὁπλὴ) ἔχων καλὰς ὁπλάς. Πολυδ. Α΄, 194.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien armé;
Cp. εὐοπλότερος, Sp. εὐοπλότατος.
Étymologie: εὖ, ὅπλον.
Greek Monolingual
(I)
εὔοπλος, -ον (Α)
1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.)
2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.)
3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό αιδοίο («εὔοπλος γὰρ εἶ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οπλος (< όπλον), πρβλ. άοπλος, ένοπλος].
(II)
εὔοπλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπλή].
Greek Monotonic
εὔοπλος: -ον (ὅπλον), πάνοπλος, καλά εξοπλισμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὔοπλος: хорошо вооруженный, оснащенный боевыми средствами (λόχος, πόλις Xen.) или средствами нападения или защиты (εὐοπλότερα τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων Arst.).
Middle Liddell
εὔ-οπλος, ον ὅπλον
well-armed, well-equipt, Ar., Xen.