Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζῳοτύπος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζῳοτύπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' [[απομίμηση]] της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)<br /><b>2.</b> (για ποιητή) αυτός που περιγράφει [[κάτι]] ζωηρά και πιστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1. από <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), [[πρβλ]]. <i>αρχέ</i>-<i>τυπος</i>, <i>ζηλό</i>-<i>τυπος</i>].
|mltxt=[[ζῳοτύπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' [[απομίμηση]] της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)<br /><b>2.</b> (για ποιητή) αυτός που περιγράφει [[κάτι]] ζωηρά και πιστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1. από <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), [[πρβλ]]. [[αρχέτυπος]], [[ζηλότυπος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοτύπος Medium diacritics: ζῳοτύπος Low diacritics: ζωοτύπος Capitals: ΖΩΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: zōiotýpos Transliteration B: zōotypos Transliteration C: zootypos Beta Code: zw|otu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, A modelling animals from life, Nonn.D.5.527, Man. 4.343: generally, modelling to the life, of a sculptor, AP15.1.

German (Pape)

[Seite 1144] Thiere abformend, abbildend, Nonn. D. 5, 527.

Greek Monolingual

ζῳοτύπος, -ον (Α)
1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' απομίμηση της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)
2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. < ζω(ο)- (Ι) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέτυπος, ζηλότυπος].

Greek Monotonic

ζῳοτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που αποτυπώνει μέσω των εικαστικών τεχνών τη ζωή, αυτός που απεικονίζει τη ζωή ή τη φύση, την αναπαριστά εικαστικά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζῳοτύπος: (ῠ) ὁ живописец или скульптор, художник Anth.

Middle Liddell

ζῳο-τῠ́πος, ον
describing to the life, Anth.