ιδιαίτερος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ [[ἰδιαίτερος]], -έρα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη [[κατοικία]]» β. «ιδιαίτερη [[πατρίδα]]» — ο [[τόπος]] γέννησης<br />γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῖς ζῴοις εἰσὶ, τοῦτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ξεχωριστός]], ο [[εξαίρετος]] («ιδιαίτερες ικανότητες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προσεγμένος]], ο [[φροντισμένος]] («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)<br /><b>2.</b> ο μη [[κοινός]] με άλλους, ο [[χωριστός]] («ιδιαίτερο [[υπόμνημα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ιδιαίτερος]], <i>η ιδιαιτέρα</i><br />[[προσωπικός]] αποκλειστικά [[γραμματέας]] αξιωματούχου, [[συνήθως]] υπουργού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιδιαίτερα</i><br />προσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιαιτέρως</i> και <i>ιδιαίτερα</i><br /><b>1.</b> [[χωριστά]] από τους άλλους, μεμονωμένα («[[θέλω]] να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)<br /><b>2.</b> εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίδιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκρ. βαθμού -<i>αιτερος</i> ([[αντί]] -<i>οτερος</i> / -<i>ωτερος</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ [[ἰδιαίτερος]], -έρα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη [[κατοικία]]» β. «ιδιαίτερη [[πατρίδα]]» — ο [[τόπος]] γέννησης<br />γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῖς ζῴοις εἰσὶ, τοῦτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ξεχωριστός]], ο [[εξαίρετος]] («ιδιαίτερες ικανότητες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προσεγμένος]], ο [[φροντισμένος]] («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)<br /><b>2.</b> ο μη [[κοινός]] με άλλους, ο [[χωριστός]] («ιδιαίτερο [[υπόμνημα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ιδιαίτερος]], <i>η ιδιαιτέρα</i><br />[[προσωπικός]] αποκλειστικά [[γραμματέας]] αξιωματούχου, [[συνήθως]] υπουργού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιδιαίτερα</i><br />προσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιαιτέρως</i> και <i>ιδιαίτερα</i><br /><b>1.</b> [[χωριστά]] από τους άλλους, μεμονωμένα («[[θέλω]] να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)<br /><b>2.</b> εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίδιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκρ. βαθμού -<i>αιτερος</i> ([[αντί]] -<i>οτερος</i> / -<i>ωτερος</i>), [[πρβλ]]. [[ησυχαίτερος]], [[παλαίτερος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, -έρα, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» — ο τόπος γέννησης
γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῖς ζῴοις εἰσὶ, τοῦτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», Αριστοτ.)
2. ο ξεχωριστός, ο εξαίρετος («ιδιαίτερες ικανότητες»)
νεοελλ.
1. ο προσεγμένος, ο φροντισμένος («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)
2. ο μη κοινός με άλλους, ο χωριστός («ιδιαίτερο υπόμνημα»)
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιδιαίτερος, η ιδιαιτέρα
προσωπικός αποκλειστικά γραμματέας αξιωματούχου, συνήθως υπουργού
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιαίτερα
προσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»).
επίρρ...
ιδιαιτέρως και ιδιαίτερα
1. χωριστά από τους άλλους, μεμονωμένα («θέλω να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)
2. εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. συγκρ. βαθμού -αιτερος (αντί -οτερος / -ωτερος), πρβλ. ησυχαίτερος, παλαίτερος].