κιονηδόν: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιονηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σαν [[κίονας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γράφω]] [[κιονηδόν]]» — [[γράφω]] σε κάθετες γραμμές, [[γράφω]] από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κιον</i>- (του [[κίων]]) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (που δηλώνει τρόπο), [[πρβλ]]. <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>κλιμακ</i>-<i>ηδόν</i>].
|mltxt=[[κιονηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σαν [[κίονας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γράφω]] [[κιονηδόν]]» — [[γράφω]] σε κάθετες γραμμές, [[γράφω]] από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κιον</i>- (του [[κίων]]) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (που δηλώνει τρόπο), [[πρβλ]]. [[βαθμηδόν]], [[κλιμακηδόν]]].
}}
}}

Revision as of 18:27, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑονηδόν Medium diacritics: κιονηδόν Low diacritics: κιονηδόν Capitals: ΚΙΟΝΗΔΟΝ
Transliteration A: kionēdón Transliteration B: kionēdon Transliteration C: kionidon Beta Code: kionhdo/n

English (LSJ)

Adv., (κίων) A like a pillar, γράφειν κ., i.e. in verticallines from top to bottom, Sch.D.T.pp.183,191 H.

German (Pape)

[Seite 1441] nach Säulenart, γράφεται, B. A. p. 787, 24.

Greek (Liddell-Scott)

κῑονηδόν: ἐπίρρ. (κίων) «γράφεται κιονηδόν, δίκην κίονος· ἤτοι παραλλήλως κατὰ γραμμὴν» Α. Β. 787, 24.

Greek Monolingual

κιονηδόν (Α)
επίρρ.
1. σαν κίονας
2. φρ. «γράφω κιονηδόν» — γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον- (του κίων) + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμηδόν, κλιμακηδόν].