κοπρηγός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπρηγός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> <b>πάπ.</b> (για [[πλοίο]]) αυτό που μεταφέρει κόπρο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοπρηγόν</i><br />[[άμαξα]], [[κάρο]] για [[μεταφορά]] κόπρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), [[πρβλ]]. <i>αρχ</i>-<i>ηγός</i>, <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i>].
|mltxt=[[κοπρηγός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> <b>πάπ.</b> (για [[πλοίο]]) αυτό που μεταφέρει κόπρο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοπρηγόν</i><br />[[άμαξα]], [[κάρο]] για [[μεταφορά]] κόπρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), [[πρβλ]]. [[αρχηγός]], [[στρατηγός]]].
}}
}}

Revision as of 18:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρηγός Medium diacritics: κοπρηγός Low diacritics: κοπρηγός Capitals: ΚΟΠΡΗΓΟΣ
Transliteration A: koprēgós Transliteration B: koprēgos Transliteration C: koprigos Beta Code: koprhgo/s

English (LSJ)

όν, A conveying dung, πλοῖον PLond.2.317.8 (ii A. D.): Subst. -ηγόν, τό, dung-cart, PFay. 119.33 (pl., 100 A. D.).

Greek Monolingual

κοπρηγός, -όν (Α)
1. πάπ. (για πλοίο) αυτό που μεταφέρει κόπρο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοπρηγόν
άμαξα, κάρο για μεταφορά κόπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχηγός, στρατηγός].