ἐϋστρεφής: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐϋστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για [[χορδή]] τόξου ή λύρας) ο [[στριμμένος]] καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> καλοσχηματισμένος, [[αρμονικός]] («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἐϋστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για [[χορδή]] τόξου ή λύρας) ο [[στριμμένος]] καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> καλοσχηματισμένος, [[αρμονικός]] («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), [[πρβλ]]. [[αμφιστρεφής]], [[επιστρεφής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐϋστρεφής:''' -ές ([[στρέφω]]), [[καλά]] στριφογυρισμένος, λέγεται για [[σχοινιά]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἐϋστρεφής:''' -ές ([[στρέφω]]), [[καλά]] στριφογυρισμένος, λέγεται για [[σχοινιά]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:06, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (στρέφω) A well-twisted, of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν Il.15.463; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός Od.21.408; πεῖσμα ἐϋ. 10.167; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14.346; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι 9.427; v. εὔστροφος. II shapely, ὦμοι Simm.1.10 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋστρεφής: -ές, (στρέφω) εὔστρεπτος, ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, πεῖσμα ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, εὐλύγιστος, ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427.
French (Bailly abrégé)
épq. c. εὐστρεφής.
Greek Monolingual
ἐϋστρεφής, -ές (Α)
1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.)
2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στρεφής (< στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφιστρεφής, επιστρεφής].
Greek Monotonic
ἐϋστρεφής: -ές (στρέφω), καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά, σε Όμηρ.