λιμοκτονώ: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
(23)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM λιμοκτονῶ, -έω)<br />[[πεθαίνω]] από [[πείνα]], από [[ασιτία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />στερούμαι τα αναγκαία [[προς]] το ζην, [[είμαι]] [[πάμπτωχος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>λιμοκτονοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[υποφέρω]] από λιμό<br />β) [[προκαλώ]] [[λιμοκτονία]], [[κάνω]] κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε [[ασιτία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεραπεύω]] κάποιον επιβάλλοντάς του αυστηρή [[δίαιτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξενο</i>-<i>κτονώ</i>, <i>τεκνο</i>-<i>κτονώ</i>].
|mltxt=(AM λιμοκτονῶ, -έω)<br />[[πεθαίνω]] από [[πείνα]], από [[ασιτία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />στερούμαι τα αναγκαία [[προς]] το ζην, [[είμαι]] [[πάμπτωχος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>λιμοκτονοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[υποφέρω]] από λιμό<br />β) [[προκαλώ]] [[λιμοκτονία]], [[κάνω]] κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε [[ασιτία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεραπεύω]] κάποιον επιβάλλοντάς του αυστηρή [[δίαιτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[ξενοκτονώ]], [[τεκνοκτονώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:09, 23 August 2021

Greek Monolingual

(AM λιμοκτονῶ, -έω)
πεθαίνω από πείνα, από ασιτία
νεοελλ.
στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) λιμοκτονοῦμαι, -έομαι
α) υποφέρω από λιμό
β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία
αρχ.
θεραπεύω κάποιον επιβάλλοντάς του αυστηρή δίαιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -κτονῶ (< -κτόνος < κτείνω), πρβλ. ξενοκτονώ, τεκνοκτονώ].