ἰδιόκτητος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόκτητος]], -ον)<br />αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική [[περιουσία]] («ιδιόκτητο [[μέγαρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός τον οποίο αποκτά [[κάποιος]] [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), [[πρβλ]]. <i>δορί</i>-<i>κτητος</i>, <i>θεό</i>-<i>κτητος</i>].
|mltxt=η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόκτητος]], -ον)<br />αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική [[περιουσία]] («ιδιόκτητο [[μέγαρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός τον οποίο αποκτά [[κάποιος]] [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), [[πρβλ]]. [[δορίκτητος]], [[θεόκτητος]]].
}}
}}

Revision as of 19:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐόκτητος Medium diacritics: ἰδιόκτητος Low diacritics: ιδιόκτητος Capitals: ΙΔΙΟΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: idióktētos Transliteration B: idioktētos Transliteration C: idioktitos Beta Code: i)dio/kthtos

English (LSJ)

ον, A held as private property, Hp.Ep.26 (dub.l.); γῆ BGU1216.83 (ii B.C.), Str.14.6.5, PFay.342 (ii A.D.), Cod.Just.10.3.7; ἡ ἰ. (sc. γῆ) PTeb.5.111 (ii B.C.); ἰ. πανευτυχίη won all by himself, Epigr.Gr.443 (Namara); ἀρετή Onos. 1.25.

German (Pape)

[Seite 1236] selbst erworben, eigenthümlich; Hippocr.; Strab. XIV extr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόκτητος: -ον, κατεχόμενος ὡς ἰδιωτικὴ περιουσία, Ἱππ. 1291. 25, Στράβ. 684· ἰδ. πανευτυχίη, ἣν κτᾶταί τις μόνος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 443.

Greek Monolingual

η, -ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, -ον)
αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορίκτητος, θεόκτητος].