ἡμίθραυστος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίθραυστος]], -ον)<br />[[κατά]] το ήμισυ [[σπασμένος]], μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θραυστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>θραυστος</i>, <i>εύ</i>-<i>θραυστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίθραυστος]], -ον)<br />[[κατά]] το ήμισυ [[σπασμένος]], μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θραυστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. [[άθραυστος]], [[εύθραυστος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:17, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίθραυστος Medium diacritics: ἡμίθραυστος Low diacritics: ημίθραυστος Capitals: ΗΜΙΘΡΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíthraustos Transliteration B: hēmithraustos Transliteration C: imithrafstos Beta Code: h(mi/qraustos

English (LSJ)

ον, A half-broken, E.HF1096, Lyc.378, AP9.568.5 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1168] halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίθραυστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθραυσμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1096. Λυκ. 378, Ἀνθ. Π. 9, 568.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié brisé.
Étymologie: ἡμι-, θραύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίθραυστος, -ον)
κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θραυστος (< θραύω), πρβλ. άθραυστος, εύθραυστος].

Greek Monotonic

ἡμίθραυστος: -ον (θραύω), μισοσπασμένος, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίθραυστος: наполовину разбитый, полуразрушенный (λάϊνον τύκισμα Eur.; αὔλιον Anth.).

Middle Liddell

ἡμί-θραυστος, ον θραύω
half-broken, Eur., Anth.