Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιστοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιστοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέφερε το [[κιβώτιο]] που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κιστοφόρος]]<br />[[νόμισμα]] στο οποίο ήταν τυπωμένη η [[κίστη]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίστη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>λεω</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[κιστοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέφερε το [[κιβώτιο]] που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κιστοφόρος]]<br />[[νόμισμα]] στο οποίο ήταν τυπωμένη η [[κίστη]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίστη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[λεωφόρος]], [[τροχοφόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:40, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιστοφόρος Medium diacritics: κιστοφόρος Low diacritics: κιστοφόρος Capitals: ΚΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kistophóros Transliteration B: kistophoros Transliteration C: kistoforos Beta Code: kistofo/ros

English (LSJ)

ον, (κίστη) A carrying a basket in mystic processions, prob. l. in D.18.260 (κιττοφόρος codd., κιστ- v.l. ap.Harp.s.h.v.); cf. κισταφόρος. II Subst., coin, with the basket of Dionysus as obverse, Cic.Att.2.6.2, Liv.37.46.

German (Pape)

[Seite 1443] Kisten tragend, Dem. 18, 260, v. l. κιττοφόρος, die Kisten tragend, welche die heiligen Geräthschaften des Dionysus u. der Demeter enthielten, VLL.; vgl. Lob. Aglaopham. p. 647; nummi, eine Münze, mit dem Gepräge einer Kiste, etwa drei Drachmen an Werth, Cic. Att. 2, 6 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

κιστοφόρος: -ον, (κίστη) φέρων κίστην ἢ κιβώτιον ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. κισσοφόρος), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ κισταφόρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, αὐτόθι 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., νόμισμα φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν περίπου δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte les corbeilles sacrées.
Étymologie: κίστη, φέρω.

Greek Monolingual

κιστοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέφερε το κιβώτιο που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια
2. το αρσ. ως ουσ. ο κιστοφόρος
νόμισμα στο οποίο ήταν τυπωμένη η κίστη του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. λεωφόρος, τροχοφόρος.

Greek Monotonic

κιστοφόρος: -ον (κίστη, φέρω), αυτός που μεταφέρει κιβώτιο σε μυστικές πομπές, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κιστοφόρος:
1) кистофор (несущий священные корзины с утварью для празднеств в честь Диониса или Деметры) Dem.;
2) «корзиноносец» (монета с изображением несущего священную корзину, достоинством ок. 3 драхм) Cic., Liv.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιστοφόρος -ον [κίστη, φέρω] het (heilige) mandje dragend (bij een processie).

Middle Liddell

κιστο-φόρος, ον κίστη, φέρω
carrying a chest in mystic processions, Dem.