κοιλοστόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλοστόμαχος''': [[διάθεσις]], ἡ, τὸ αἰσθάνεσθαι κενότητα ἐσωτερικῶς, Ψευδο-Ἱππ. ἐν Boisson. Ἀνεκδ. 3. 428.
|lstext='''κοιλοστόμαχος''': [[διάθεσις]], ἡ, τὸ αἰσθάνεσθαι κενότητα ἐσωτερικῶς, Ψευδο-Ἱππ. ἐν Boisson. Ἀνεκδ. 3. 428.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλοστόμαχος]], ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κοιλοστόμαχος]] [[διάθεσις]]» — η [[αίσθηση]] της κενότητας του στομαχιού, το να αισθάνεται [[κάποιος]] [[κενό]] το [[στομάχι]] («διάρροιαι καὶ δυσεντερίαι... καὶ κοιλιακαὶ διαθέσεις [[οἷον]] εἰπεῖν... κοιλοστόμαχοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμαχος]] ([[πρβλ]]. [[ευστόμαχος]], [[κακοστόμαχος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 24 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοστόμαχος: διάθεσις, ἡ, τὸ αἰσθάνεσθαι κενότητα ἐσωτερικῶς, Ψευδο-Ἱππ. ἐν Boisson. Ἀνεκδ. 3. 428.

Greek Monolingual

κοιλοστόμαχος, ἡ (Α)
φρ. «κοιλοστόμαχος διάθεσις» — η αίσθηση της κενότητας του στομαχιού, το να αισθάνεται κάποιος κενό το στομάχι («διάρροιαι καὶ δυσεντερίαι... καὶ κοιλιακαὶ διαθέσεις οἷον εἰπεῖν... κοιλοστόμαχοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στόμαχος (πρβλ. ευστόμαχος, κακοστόμαχος)].