ἰθυδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυδρόμος]], -ον (Α)<br />ευθυδρόμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. <i>ημερο</i>-[[δρόμος]], <i>πελαγο</i>-[[δρόμος]].
|mltxt=[[ἰθυδρόμος]], -ον (Α)<br />ευθυδρόμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[ημεροδρόμος]], [[πελαγοδρόμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:00, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυδρόμος Medium diacritics: ἰθυδρόμος Low diacritics: ιθυδρόμος Capitals: ΙΘΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: ithydrómos Transliteration B: ithydromos Transliteration C: ithydromos Beta Code: i)qudro/mos

English (LSJ)

ον, A straight-running, πρίων AP6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1245] gerade laufend, πρίων, Philpp. 15 (VI, 103).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυδρόμος: ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, πρίων Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων Ἑρμῆς Τρισμέγ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ἰθυδρόμος, -ον (Α)
ευθυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημεροδρόμος, πελαγοδρόμος.

Greek Monotonic

ἰθυδρόμος: [ῑ], -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε ευθεία κίνηση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠδρόμος: (ῑ) движущийся по прямой линии (πρίων Anth.).

Middle Liddell

ἰ¯θυ-δρόμος, ον δραμεῖν
straight-running, Anth.