πρωτογόνος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, θηλ, και -ος, Α<br /><b>1.</b> (το θηλ ως κύριο όν.) <i>Πρωτογόνη</i><br />[[ονομασία]] της Περσεφόνης<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πρωτογόνος]]<br />αυτή που γεννάει για πρώτη [[φορά]], πρωτόγεννη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>παντο</i>-[[γόνος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
|mltxt=-η, -ον, θηλ, και -ος, Α<br /><b>1.</b> (το θηλ ως κύριο όν.) <i>Πρωτογόνη</i><br />[[ονομασία]] της Περσεφόνης<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πρωτογόνος]]<br />αυτή που γεννάει για πρώτη [[φορά]], πρωτόγεννη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[παντογόνος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
}}
}}

Revision as of 13:15, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτογόνος Medium diacritics: πρωτογόνος Low diacritics: πρωτογόνος Capitals: ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: prōtogónos Transliteration B: prōtogonos Transliteration C: protogonos Beta Code: prwtogo/nos

English (LSJ)

ἡ, bringing forth first, implied by Poll. 4.208.

Greek Monolingual

-η, -ον, θηλ, και -ος, Α
1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη
ονομασία της Περσεφόνης
2. το θηλ. ως ουσ.πρωτογόνος
αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντογόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].