ονειροπόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀνειροπόλος]], -ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) <b>νεοελλ.</b> αυτός που ονειροπολεί, που ζει [[μέσα]] στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη [[φαντασία]] του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, [[φαντασιοκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται στην [[ερμηνεία]] τών ονείρων, [[ονειροκρίτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>νυκτι</i>-[[πόλος]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀνειροπόλος]], -ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) <b>νεοελλ.</b> αυτός που ονειροπολεί, που ζει [[μέσα]] στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη [[φαντασία]] του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, [[φαντασιοκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται στην [[ερμηνεία]] τών ονείρων, [[ονειροκρίτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), [[πρβλ]]. [[νυκτιπόλος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀνειροπόλος, -ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών ονείρων, ονειροκρίτης
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτιπόλος.