λιπαραυγής: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
m (Text replacement - "ἡ" to "ἡ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιπαραυγής]], -ές (Α)<br />αυτός που ακτινοβολεί [[λαμπρά]], [[φωτεινός]], [[στιλπνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] «[[ελαιώδης]] - [[λαμπρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] | |mltxt=[[λιπαραυγής]], -ές (Α)<br />αυτός που ακτινοβολεί [[λαμπρά]], [[φωτεινός]], [[στιλπνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] «[[ελαιώδης]] - [[λαμπρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ἡ ή [[αὖγος]] τὸ), [[πρβλ]]. [[λυκαυγής]], [[πυραυγής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 30 November 2021
English (LSJ)
ές, A bright-beaming, πορθμίδες Philox.3.1.
German (Pape)
[Seite 50] ές, hell glänzend, leuchtend, πορθμίδες, Philoxen. bei Ath. XIV, 643 a.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰραυγής: -ές, λαμπρῶς ἀκτινοβολῶν, Πρατίν. 3. 1, Φιλόξ. παρ᾿ Ἀθην. 643Α.
Greek Monolingual
λιπαραυγής, -ές (Α)
αυτός που ακτινοβολεί λαμπρά, φωτεινός, στιλπνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + -αυγής (< αὐγή ἡ ή αὖγος τὸ), πρβλ. λυκαυγής, πυραυγής].