ῥοδοδάκτυλος: Difference between revisions
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rododaktylos | |Transliteration C=rododaktylos | ||
|Beta Code=r(ododa/ktulos | |Beta Code=r(ododa/ktulos | ||
|Definition=ον, Aeol. βροδοδάκτυλος ([[quod vide|q.v.]]), | |Definition=ον, Aeol. [[βροδοδάκτυλος]] ([[quod vide|q.v.]]), [rosy-fingered]], as [[epithet]] of [[Ἠώς]] in Hom. and Hes., Od.2.1, Hes.Op.610, etc.; Ἰνάχου ῥοδοδάκτυλος [[κόρα]] B.18.18; Κύπρις Coluth.99. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:06, 27 December 2021
English (LSJ)
ον, Aeol. βροδοδάκτυλος (q.v.), [rosy-fingered]], as epithet of Ἠώς in Hom. and Hes., Od.2.1, Hes.Op.610, etc.; Ἰνάχου ῥοδοδάκτυλος κόρα B.18.18; Κύπρις Coluth.99.
German (Pape)
[Seite 846] rosenfingerig; oft bei Hom. u. Hes., stets als Beiwort der Eos, der Morgenröthe, vgl. Arist. rhet. 3, 2; auch sp. D., wie Anacr. 54, 1; Κύπρις, Coluth. 98; σαῦρα, Strat. 81 (XII, 242).
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδοδάκτῠλος: -ον, ἐπίθ. τῆς Ἠοῦς παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἡ ἔχουσα ῥοδίνους δακτύλους, πρβλ. Nitzsch εἰς Ὀδ. Β. 1· Κύπρις Κόλουθ. 98.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts de roses.
Étymologie: ῥόδον, δάκτυλος.
English (Autenrieth)
rosy-fingered, epithet of Eos, goddess of the dawn.
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥοδοδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. βροδοδάκτυλος, Α
(συν. ως επίθ. της Ηούς, της αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον / βρόδον + -δαχτυλος / δάκτυλος (< δάκτυλον), πρβλ. σιδηροδάκτυλος.
Greek Monotonic
ῥοδοδάκτῠλος: -ον, ροδοδάκτυλος, λέγεται για την Ηώ, Αυγή, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ῥοδοδάκτῠλος: с розовыми пальцами, розоперстый (Ἠώς Hom., Hes.).