ἀποβλίττω: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβλίττω''': μέλλ. -βλίσω [ῑ]: [[ἀποκόπτω]] τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - [[ἐντεῦθεν]], [[κλέπτω]], [[ἁρπάζω]], ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν , ἴδε καὶ ὑποβλίσσω. | |lstext='''ἀποβλίττω''': μέλλ. -βλίσω [ῑ]: [[ἀποκόπτω]] τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - [[ἐντεῦθεν]], [[κλέπτω]], [[ἁρπάζω]], ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν, ἴδε καὶ ὑποβλίσσω. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:05, 9 January 2022
English (LSJ)
A cut out the comb from the hive: hence, steal away, carry off, ὁ δ' ἀπέβλῐσε θοἰμάτιόν μου Ar.Av.498: aor. Med. ἀπεβλίσατο cj. Reisk. in AP7.34 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 297] (s. βλίττω), auszeideln, den Honig aus den Bienenstöcken ausschneiden; übertr., θοἰμάτιόν τινος ἀπέβλισε Ar. Av. 498; ὡς ἀπὸ μουσῶν σμῆνος ἀπεβλίσατο Antp. Sid. 79 (VII, 34).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλίττω: μέλλ. -βλίσω [ῑ]: ἀποκόπτω τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - ἐντεῦθεν, κλέπτω, ἁρπάζω, ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν, ἴδε καὶ ὑποβλίσσω.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπέβλισα;
exprimer, faire sortir en pressant;
Moy. ἀποβλίττομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, βλίττω.
Spanish (DGE)
recoger miel de un panal Hsch.
•fig. robar θοἰμάτιόν μου Ar.Au.498.
Greek Monolingual
ἀποβλίττω (Α)
παίρνω την κερήθρα απ' την κυψέλη, κλέβω.
Greek Monotonic
ἀποβλίττω: μέλ. -βλίσω [ῐ], αποκόπτω την κηρήθρα από την κυψέλη· εξού, κλέβω, υφαρπάζω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβλίττω: досл. вырезывать пчелиные соты, перен. выкрадывать, воровать (τι Arph.; med. Anth.).