κακόχυμος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκόχῡμος:''' выделяющий дурные соки (Arst. - v. l. [[κατακώχιμος]]): κακόχυμα ἢ πικρά Sext. отвратительная или горькая пища.
|elrutext='''κᾰκόχῡμος:''' выделяющий дурные соки (Arst. - [[varia lectio|v.l.]] [[κατακώχιμος]]): κακόχυμα ἢ πικρά Sext. отвратительная или горькая пища.
}}
}}

Revision as of 11:50, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακόχῡμος Medium diacritics: κακόχυμος Low diacritics: κακόχυμος Capitals: ΚΑΚΟΧΥΜΟΣ
Transliteration A: kakóchymos Transliteration B: kakochymos Transliteration C: kakochymos Beta Code: kako/xumos

English (LSJ)

A with unhealthy juices, Arist.Pr.954a10, Ath.1.24f (Sup.), Hices.ib.7.309b, Dsc.2.88; τὸ κ. Alex.Aphr. Pr.2.10. 2 unwholesome, of foods, Gal.6.641. 3 having an unpleasant taste, S.E.P.1.52.

German (Pape)

[Seite 1305] von schlechten Säften, auch schlechte Säfte erzeugend, von Nahrungsmitteln, wie κακόχυλος, Ath. I, 24 f III, 80 e; S. Emp. pyrrh. 1, 52.

Greek (Liddell-Scott)

κακόχῡμος: ἔχων κακούς, νοσηροὺς χυμούς, πλήρης χυμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 15, Ἀθήν. 24F, Ἱκέσιος αὐτόθι 309Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόχυμος, -ον)
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία
αρχ.
1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς
2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός
β) αυτός που έχει κακή γεύση
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον
η κακοχυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύχυμος, παχύχυμος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόχῡμος: выделяющий дурные соки (Arst. - v.l. κατακώχιμος): κακόχυμα ἢ πικρά Sext. отвратительная или горькая пища.