ὑπέργηρος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] = Folgdm, Luc. Demon. 63, v. l.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] = Folgdm, Luc. Demon. 63, [[varia lectio|v.l.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέργηρως]], -ων, ΝΜΑ<br />ο [[πάρα]] πολύ [[γέρος]], αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέργηρων</i><br />τα [[βαθιά]] [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆρας]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-[[γήρως]] / <i>ἄ</i>-<i>γηρος</i>, <i>προ</i>-[[γήρως]].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέργηρως]], -ων, ΝΜΑ<br />ο [[πάρα]] πολύ [[γέρος]], αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέργηρων</i><br />τα [[βαθιά]] [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆρας]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-[[γήρως]] / <i>ἄ</i>-<i>γηρος</i>, <i>προ</i>-[[γήρως]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέργηρος Medium diacritics: ὑπέργηρος Low diacritics: υπέργηρος Capitals: ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ
Transliteration A: hypérgēros Transliteration B: hypergēros Transliteration C: ypergiros Beta Code: u(pe/rghros

English (LSJ)

ον, = ὑπεργήρως.

German (Pape)

[Seite 1193] = Folgdm, Luc. Demon. 63, v.l.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέργηρως, -ων, ΝΜΑ
ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων
τα βαθιά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. -γήρως / -γηρος, προ-γήρως.