περίναιος: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b> | |mltxt=[[περίνεον]], το, ΝΜΑ, και [[περίναιον]], τὸ, [[περίνεος]] και [[περίναιος]], ὁ, Α<br />η [[περιοχή]] που αποτελεί τη [[βάση]] της ελάσσονος πυέλου, [[δηλαδή]] της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο [[πρωκτός]] («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ [[ἐντός]], [[περίνεος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>oἱ περίναιοι</i><br />τα ανδρικά γεννητικά όργανα<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν.) τὸ [[περίναιον]]<br />το [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. [[περί]] και το ρ. [[ἰνάω]] / [[ἰνέω]] «[[αδειάζω]], [[καθαρίζω]]» με [[επίθημα]] -<i>ιος</i> (-<i>εος</i>) / -<i>αιος</i>. Δηλώνει το [[μέρος]] του σώματος από όπου γίνεται η [[αφόδευση]], η [[εκκένωση]] του εντέρου]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''περίναιος''': (-εος)<br />{perínaios}<br />'''Forms''': -ον n.<br />'''Grammar''': m.,<br />'''Meaning''': [[Perinäum]], [[der Raum zwischen dem After und dem Hodensack]] (Mediz., Arist.), pl. [[männliche Geschlechtsteile]] (Arist.). Zweifelhafte Nebenformen | |ftr='''περίναιος''': (-εος)<br />{perínaios}<br />'''Forms''': -ον n.<br />'''Grammar''': m.,<br />'''Meaning''': [[Perinäum]], [[der Raum zwischen dem After und dem Hodensack]] (Mediz., Arist.), pl. [[männliche Geschlechtsteile]] (Arist.). Zweifelhafte Nebenformen περινῳ̃· περινέῳ Gal.; περίνα (für πηρῖνα?)· [[περίναιον]]. τὸ [[αἰδοῖον]] und περίνος· τὸ [[αἰδοῖον]] ... ἢ τὸ [[τῶν]] διδύμων [[δέρμα]], [[ἤγουν]] ὁ [[ταῦρος]] H.<br />'''Etymology''' : Anatomischer Fachausdruck, von [[περί]] und [[ἰνάω]], -έω [[ausleeren]], mit ιο- (εο-) Suffix gebildet, also eig. "Ausleerungsgegend". Meister KZ 32, 139ff. (im einzelnen abweichend und verfehlt); vgl. zu [[ἰνάω]]. Das Wort wurde teilweise mit [[πηρίς]], -ίνα zusammengeworfen; s. [[πήρα]].<br />'''Page''' 2,513 | ||
}} | }} |
Revision as of 20:33, 9 January 2022
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
περίναιος: -ον, ὁ πέριξ τοῦ ναοῦ, στοαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2125.
Greek Monolingual
περίνεον, το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α
η περιοχή που αποτελεί τη βάση της ελάσσονος πυέλου, δηλαδή της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ ἐντός, περίνεος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ περίναιοι
τα ανδρικά γεννητικά όργανα
2. (το ουδ. εν.) τὸ περίναιον
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. περί και το ρ. ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω» με επίθημα -ιος (-εος) / -αιος. Δηλώνει το μέρος του σώματος από όπου γίνεται η αφόδευση, η εκκένωση του εντέρου].
Frisk Etymological English
(-εος)
Grammatical information: m.
Meaning: perinaeum, the space between the anus and the scrotum (medic., Arist.), pl. male genitals (Arist.). Doubtful byforms περινῳ̃ περινέῳ Gal.; περίνα (for πηρῖνα?) περίναιον. τὸ αἰδοῖον and περίνος τὸ αἰδοῖον ... η τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουν ὁ ταῦρος H.
Other forms: -ον n.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Anatomical technical expression, from περί and ἰνάω, -έω make empty, with ιο- (εο-)suffix , so prop. "empting region". Meister KZ 32, 139ff. (in detail deviating and wrong); cf. on ἰνάω. The word was partly identified with πηρίς, -ίνα; s. πήρα.
Frisk Etymology German
περίναιος: (-εος)
{perínaios}
Forms: -ον n.
Grammar: m.,
Meaning: Perinäum, der Raum zwischen dem After und dem Hodensack (Mediz., Arist.), pl. männliche Geschlechtsteile (Arist.). Zweifelhafte Nebenformen περινῳ̃· περινέῳ Gal.; περίνα (für πηρῖνα?)· περίναιον. τὸ αἰδοῖον und περίνος· τὸ αἰδοῖον ... ἢ τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουν ὁ ταῦρος H.
Etymology : Anatomischer Fachausdruck, von περί und ἰνάω, -έω ausleeren, mit ιο- (εο-) Suffix gebildet, also eig. "Ausleerungsgegend". Meister KZ 32, 139ff. (im einzelnen abweichend und verfehlt); vgl. zu ἰνάω. Das Wort wurde teilweise mit πηρίς, -ίνα zusammengeworfen; s. πήρα.
Page 2,513