προσαποβάλλω: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosapovallo | |Transliteration C=prosapovallo | ||
|Beta Code=prosapoba/llw | |Beta Code=prosapoba/llw | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[throw away]] or [[lose besides]], <b class="b3">αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα</b> f.l. for [[προσαπολεῖς]] in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1256</span>; τὰ προϋπάρχοντα χρήματα καὶ τὸ πνεῦμα <span class="bibl">Plb.33.5.4</span>; τοὺς φίλους τοῖς χρήμασι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Nic.</span>5</span>; τὰ ὄντα <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.6.7</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[throw away]] or [[lose besides]], <b class="b3">αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα</b> [[falsa lectio|f.l.]] for [[προσαπολεῖς]] in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1256</span>; τὰ προϋπάρχοντα χρήματα καὶ τὸ πνεῦμα <span class="bibl">Plb.33.5.4</span>; τοὺς φίλους τοῖς χρήμασι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Nic.</span>5</span>; τὰ ὄντα <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.6.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:15, 11 January 2022
English (LSJ)
A throw away or lose besides, αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα f.l. for προσαπολεῖς in Ar.Nu.1256; τὰ προϋπάρχοντα χρήματα καὶ τὸ πνεῦμα Plb.33.5.4; τοὺς φίλους τοῖς χρήμασι Plu.Nic.5; τὰ ὄντα X.Mem.3.6.7.
German (Pape)
[Seite 751] (s. βάλλω), noch dazu wegwerfen oder verlieren; Ar. Nubb. 1237; Xen. Mem. 3, 6, 7; τοὺς φίλους τοῖς χρήμασι, Plut. Nic. 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποβάλλω: ἀποβάλλω, χάνω προσέτι, προσαποβαλεῖς (προσαπολεῖς Δινδ.) ἄρ’ αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα, «ἀντὶ τοῦ ζημιωθήσῃ καὶ τὰ πρυτανεῖα πρὸς ταῖς δώδεκα μναῖς» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1256· ἀλλὰ καὶ τούτους (δηλ. τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι πολιτευόμενος, ἀλλὰ καὶ τούτους τοὺς ἔχασεν ὁμοῦ μετὰ τῆς περιουσίας του πολιτευόμενος, Πλουτ. Νικ. 5· καὶ τὰ οἰκεῖα προσαποβάλλοι ἂν Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
perdre ou sacrifier en outre.
Étymologie: πρός, ἀποβάλλω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προσαποβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, αποβάλλω, διώχνω ακόμα πιο μακριά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
προσαποβάλλω: сверх того терять: π. τι πρὸς ταῖς δώδεκα Arph. потерять что-л. сверх двенадцати (мин); (τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι Plut. помимо своего состояния, (Никий) потерял друзей.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αποβάλλω bovendien verliezen.