ὑστριχίς: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ystrichis
|Transliteration C=ystrichis
|Beta Code=u(strixi/s
|Beta Code=u(strixi/s
|Definition=ίδος, ἡ, (<span class="sense"><span class="bld">A</span> ὕστριξ ''III'') [[whip for punishing slaves]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>619</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pax</span>746</span> (anap.), cf. <span class="bibl">Poll.2.24</span>, <span class="bibl">3.79</span>, <span class="bibl">Ph.2.287</span> ([[ὑστριχίσι]] with [[varia lectio|v.l.]] [[ὕστριξι]] dat. pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b2">disease of the horse's tail</b>, <span class="bibl">Hippiatr.59</span> tit.</span>
|Definition=ίδος, ἡ, (<br><span class="bld">A</span> [[ὕστριξ]] ''III'') [[whip for punishing slaves]], Ar.Ra.619, Pax746 (anap.), cf. Poll.2.24, 3.79, Ph.2.287 ([[ὑστριχίσι]] with [[varia lectio|v.l.]] [[ὕστριξι]] dat. pl.).<br><span class="bld">II</span> [[disease of the horse's tail]], Hippiatr.59 tit.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:08, 30 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστρῐχίς Medium diacritics: ὑστριχίς Low diacritics: υστριχίς Capitals: ΥΣΤΡΙΧΙΣ
Transliteration A: hystrichís Transliteration B: hystrichis Transliteration C: ystrichis Beta Code: u(strixi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (
A ὕστριξ III) whip for punishing slaves, Ar.Ra.619, Pax746 (anap.), cf. Poll.2.24, 3.79, Ph.2.287 (ὑστριχίσι with v.l. ὕστριξι dat. pl.).
II disease of the horse's tail, Hippiatr.59 tit.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστρῐχίς: -ίδος, ἡ, (ὕστριξ ΙΙ), μάστιξ ἐξ ὑείων τριχῶν, δι’ ἧς ἐκόλαζον τοὺς δούλους, Ἀριστοφ. Βάτρ. 619, Εἰρ. 746, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24, Γ΄, 79. ΙΙ. νόσημα τῆς οὐρᾶς τοῦ ἵππου, καθ’ ὃ «γίνονται αἱ τρίχες ἐν τῇ οὐρᾷ ὑείαις παραπλήσιοι» Ἱππιατρ. σ. 170, 10.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
fouet armé de pointes pour les esclaves.
Étymologie: ὕστριξ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
1. νόσος που προσβάλλει την ουρά τών αλόγων και κατά την οποία οι τρίχες της γίνονται σαν τις τρίχες του γουρουνιού
2. ο ύστριξ
αρχ.
μαστίγιο από γουρουνότριχες που χρησιμοποιούσαν για τιμωρία τών δούλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστριξ, -ιχος + κατάλ. -ίς, -ίδος
(πρβλ. πινακ-ίς)].

Greek Monotonic

ὑστρῐχίς: -ίδος, ἡ, μαστίγιο για την τιμωρία των δούλων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑστρῐχίς: ίδος ἡ колючая плеть, кнут (с колючками) Arph., Plut.

Middle Liddell

ὑστρῐχίς, ίδος, ἡ, [from ὕστριξ
a whip for punishing slaves, Ar.