ἀχάρακτος: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=acharaktos
|Transliteration C=acharaktos
|Beta Code=a)xa/raktos
|Beta Code=a)xa/raktos
|Definition=[χᾰ], ον, [[not marked]] or [[not branded]], κάμηλος BGU13.8 (iii A. D.); [[unstamped]], [[not stamped]], Ath.Mitt.33.384 (Pergam.); of [[ship]]s, [[without emblem]] or [[without figurehead]], [[without imprint]], PLille22.6; [[not graven]] or [[not cut]], [[unincised]], Nonn.D. 13.84; [[that cannot be cut]], σιδήρῳ γυῖα ἀ. ib.16.158, cf. 26.242.
|Definition=[χᾰ], ον, [[not marked]] or [[not branded]], [[κάμηλος]] BGU13.8 (iii A. D.); [[unstamped]], [[not stamped]], Ath.Mitt.33.384 (Pergam.); of [[ship]]s, [[without emblem]] or [[without figurehead]], [[without imprint]], PLille22.6; [[not graven]] or [[not cut]], [[unincised]], Nonn.D. 13.84; [[that cannot be cut]], σιδήρῳ [[γυῖα]] φέρεις ἀχάρακτα = but if [[steel]] fails to [[hurt]] your [[member]]s ib.16.158, cf. 26.242.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:58, 17 February 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰ́ρακτος Medium diacritics: ἀχάρακτος Low diacritics: αχάρακτος Capitals: ΑΧΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: acháraktos Transliteration B: acharaktos Transliteration C: acharaktos Beta Code: a)xa/raktos

English (LSJ)

[χᾰ], ον, not marked or not branded, κάμηλος BGU13.8 (iii A. D.); unstamped, not stamped, Ath.Mitt.33.384 (Pergam.); of ships, without emblem or without figurehead, without imprint, PLille22.6; not graven or not cut, unincised, Nonn.D. 13.84; that cannot be cut, σιδήρῳ γυῖα φέρεις ἀχάρακτα = but if steel fails to hurt your members ib.16.158, cf. 26.242.

German (Pape)

[Seite 417] nicht eingeschnitten, nicht ausgeprägt, ὀπωπή Nonn. Ioan. 9, 5; ὑπήνη D. 13, 84.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάρακτος: -ον, ὁ μὴ κεχαραγμένος, Νόνν. Δ. 13. 84., 16. 158, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no marcado a fuego κάμηλος, πῶλος Stud.Pal.22.17.9 (I/II d.C.), BGU 13.8 (III d.C.), cf. Nonn.D.2.406
gener. no marcado ἀχάρακτον ... ῥόον ὁπλαῖς curso de agua no marcado por los cascos de los caballos, Nonn.D.39.13, por dardos o flechas δέμας Nonn.D.13.497
esp. sin la marca de la barba, lampiño de mozos ἀχάρακτα γενειάδος ἄκρα Nonn.D.25.324, ὑπήνη Nonn.D.13.84, 45.121.
2 de rasgos no definidos, indefinido, informe de la piedra de Crono, Nonn.D.25.554, κρηπίς de una cueva, Nonn.D.17.41, de la sombra que sigue al hombre, Nonn.D.29.170.
II que no puede ser marcado o tocado εἰ δὲ σιδήρῳ γυῖα φέρεις ἀχάρακτα Nonn.D.16.158, cf. 36.39.

Greek Monolingual

και αχάραχτος και αχάραγος, -η, -ο (AM ἀχάρακτος, -ον)
1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί
2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του
3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει ακόμηἀχάρακτος ἀστήρ», «αχάραγη μέρα»)
αρχ.
1. (για πλοίο) χωρίς ζωγραφισμένες ή γλυπτές μορφές στην πλώρη
2. άτρωτος από σίδερο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) αχάραγα
πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.