νουνεχόντως: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nounechontos | |Transliteration C=nounechontos | ||
|Beta Code=nounexo/ntws | |Beta Code=nounexo/ntws | ||
|Definition=Adv. of [[νουνεχής]], as if from Adj. [[νουνέχων]] (i.e. <b class="b3">νοῦν ἔχων</b>), | |Definition=Adv. of [[νουνεχής]], as if from Adj. [[νουνέχων]] (i.e. <b class="b3">νοῦν ἔχων</b>), [[sensibly]], <span class="bibl">Isoc.5.7</span>(divisim), <span class="bibl">Men.1043</span> (Pl. has <b class="b3">ἐχόντως νοῦν</b>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>686e</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:22, 5 April 2022
English (LSJ)
Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων), sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).
Greek (Liddell-Scott)
νουνεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, ἐχόντως νοῦν, 686 Ε.
French (Bailly abrégé)
adv.
sagement, prudemment.
Étymologie: νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.
Greek Monolingual
νουνεχόντως (Α)
επίρρ. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προ-εχόντως, υπερ-εχόντως)].
Russian (Dvoretsky)
νουνεχόντως: Isocr., Men. = νουνεχῶς.