λοίδορος: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loidoros | |Transliteration C=loidoros | ||
|Beta Code=loi/doros | |Beta Code=loi/doros | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[railing]], [[abusive]], ἔρις E.Cyc.534; πομπεῖαι Men.Per.Fr.4; ῥήματα IG14.1857; φωναί Phld.Ir.p.74 W. Adv. [[λοιδόρως]] = [[insolently]], [[insultingly]] Str.14.2.28.<br><span class="bld">2</span> as [[substantive]] [[λοίδορος]], ὁ, [[railer]], 1 Ep.Cor.5.11, Plu.2.177d: [[τὸ λοίδορον]] = [[λοιδορία]], Arist. Phgn.808b37, Plu.2.810d; λοίδορα AP5.175 (Mel.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λοίδορος:'''<br /><b class="num">1)</b> сопровождаемый бранью ([[ἔρις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> бранный, оскорбительный (πομπεῖαι Men.).<br /><b class="num">II</b> ὁ хулитель Plut. | |elrutext='''λοίδορος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сопровождаемый бранью]] ([[ἔρις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[бранный]], [[оскорбительный]] (πομπεῖαι Men.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[хулитель]] Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:51, 25 April 2022
English (LSJ)
ον,
A railing, abusive, ἔρις E.Cyc.534; πομπεῖαι Men.Per.Fr.4; ῥήματα IG14.1857; φωναί Phld.Ir.p.74 W. Adv. λοιδόρως = insolently, insultingly Str.14.2.28.
2 as substantive λοίδορος, ὁ, railer, 1 Ep.Cor.5.11, Plu.2.177d: τὸ λοίδορον = λοιδορία, Arist. Phgn.808b37, Plu.2.810d; λοίδορα AP5.175 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
λοίδορος: -ον, κακολόγος, ὑβριστικός, Εὐρ. Κύκλ. 534, Μένανδρ ἐν «Περινθίᾳ» 4· - Ἐπίρρ. -ρως, Στράβ. 661. 2) ὡς οὐσ., τὸν δὲ λοίδορον ἐξελάσαι τῶν φίλων κελευόντων, οὐκ ἔφη ποιήσειν, ἵνα μὴ περιϊὼν ἐν πλείοσι κακῶς λέγῃ Πλούτ. 2. 177D· - τὸ λοίδορον = λοιδορία, Ἀριστ. Φυσιογν. 4, 6, Πλούτ. 2. 810D· λοίδορα εἰπεῖν Ἀνθ. Π. 5. 176. (Ἡ ἐτυμολογία ἄδηλος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant ; ὁ λοίδορος insulteur ; τὸ λοίδορον, insulte, outrage.
Étymologie: DELG étym. obscure.
English (Strong)
from loidos (mischief); abusive, i.e. a blackguard: railer, reviler.
English (Thayer)
λοιδόρου, ὁ, a railer, reviler: Euripides, (as adjective), Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-ο (Α λοίδορος, -ον)
υβριστικός, ονειδιστικός, χλευαστικός («ὁ κῶμος λοίδορόν τ' ἔριν φιλεῑ», Ευρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λοίδορος
ο υβριστής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λοίδορον
η λοιδορία.
επίρρ...
λοιδόρως (Α)
με υβριστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιδορώ, με υποχωρτ. παραγωγή].
Greek Monotonic
λοίδορος: -ον, κακολόγος, υβριστικός, προσβλητικός, σε Ευρ.· επίρρ., λοίδορως, σε Στράβ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
λοίδορος:
1) сопровождаемый бранью (ἔρις Eur.);
2) бранный, оскорбительный (πομπεῖαι Men.).
II ὁ хулитель Plut.
Middle Liddell
λοίδορος, ον
railing, abusive, Eur.:—adv. -ρως, Strab. [deriv. uncertain]
Chinese
原文音譯:lo⋯doroj 睞多羅士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:放置(說) 衝(者)
字義溯源:漫罵,中傷人的,誹謗人的,辱罵;源自(λοίδορος)X*=危害)。參讀 (λοιδορέω)同義字
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 辱罵的(2) 林前5:11; 林前6:10