νεουργός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neourgos
|Transliteration C=neourgos
|Beta Code=neourgo/s
|Beta Code=neourgo/s
|Definition=(A), όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[newmade]], [[new]], [[ἱμάτιον]] <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>495e</span>; φοινικίδες <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>18</span>.</span><br /><span class="bld">νε-ουργός</span> (B), ὁ, ([[ναῦς]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shipbuilder]], <span class="bibl">Poll.1.84</span>.</span>
|Definition=(A), όν, [[newmade]], [[new-made]], [[new]], [[ἱμάτιον]] <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>495e</span>; φοινικίδες <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>18</span>.</span><br />(B), ὁ, ([[ναῦς]]) [[shipbuilder]], <span class="bibl">Poll.1.84</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεουργός:''' вновь сделанный, недавно приготовленный ([[ἱμάτιον]] Plat.; [[ἔλαιον]] Plut.).
|elrutext='''νεουργός:''' [[вновь сделанный]], [[недавно приготовленный]] ([[ἱμάτιον]] Plat.; [[ἔλαιον]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νε-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />new-made, Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 16:25, 4 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεουργός Medium diacritics: νεουργός Low diacritics: νεουργός Capitals: ΝΕΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: neourgós Transliteration B: neourgos Transliteration C: neourgos Beta Code: neourgo/s

English (LSJ)

(A), όν, newmade, new-made, new, ἱμάτιον Pl.R.495e; φοινικίδες Plu.Aem.18.
(B), ὁ, (ναῦς) shipbuilder, Poll.1.84.

German (Pape)

[Seite 245] neu gemacht, neu; ἱμάτιον, Plat. Rep. VI, 495 e; ἔλαιον, Plut. Symp. 8, 10, 1; a. Sp.; στολή, Poll. 1, 25. – Auch = Schiffbauer, Poll. 1, 84.

Greek (Liddell-Scott)

νεουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, νέος, καινουργής, ἱμάτιον Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
nouvellement fait ou travaillé.
Étymologie: νέος, ἔργον.

Greek Monolingual

(I)
νεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν ἱμάτιον ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», Πλάτ.)
2. (για γεωργική έκταση) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε εἶναι τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)
3. το αρσ. ως ουσ.νεουργός
ο ανακαινιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργός (< ἔργον)].
(II)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + -ουργός (< ἔργον)].
(III)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του νᾱός + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

νεουργός: -όν (*ἔργον), αυτός που φτιάχτηκε πρόσφατα, καινούριος.

Russian (Dvoretsky)

νεουργός: вновь сделанный, недавно приготовленный (ἱμάτιον Plat.; ἔλαιον Plut.).