πλέγδην: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[συμπλοκή]], μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας [[πλέγδην]] οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>γ</i>- αφομοιωτικά [[προς]] το -<i>δ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>αρπάγ</i>-<i>δην</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[συμπλοκή]], μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῖρας [[πλέγδην]] οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>γ</i>- αφομοιωτικά [[προς]] το -<i>δ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>αρπάγ</i>-<i>δην</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:10, 8 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλέγδην Medium diacritics: πλέγδην Low diacritics: πλέγδην Capitals: ΠΛΕΓΔΗΝ
Transliteration A: plégdēn Transliteration B: plegdēn Transliteration C: plegdin Beta Code: ple/gdhn

English (LSJ)

Adv. A entwined, APl.4.196 (Alc. Mess.), Opp.H.2.317.

German (Pape)

[Seite 628] adv., flechtweis, Opp. Hal. 2, 317.

Greek (Liddell-Scott)

πλέγδην: Ἐπίρρ., συμπεπλεγμένως, ἐμπεπλεγμένως, Ὀππ. Ἁλ. 2. 317, Ἀνθ. Πλαν. 196.

French (Bailly abrégé)

adv.
en entrelaçant.
Étymologie: πλέκω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῖρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (με τροπή του -κ- σε -γ- αφομοιωτικά προς το -δ-), πρβλ. αρπάγ-δην].

Greek Monotonic

πλέγδην: (πλέκω), επίρρ., πολύπλοκα περιπλεγμένα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πλέκω
adv. entwined, entangled, Anth.