πεφυκότως: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] ( | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] («δεῖ... μὴ δοκεῖν λέγειν [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ [[πεφυκότως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>πεφυκώς</i>, -<i>ότος</i> του <i>φύω</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:50, 27 May 2022
English (LSJ)
Adv. of φύω (πέφῡκα), A naturally, opp. πεπλασμένως, Arist.Rh.1404b19.
German (Pape)
[Seite 607] adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεφῡκότως: Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεπλασμένως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
par une aptitude naturelle, naturellement.
Étymologie: πέφυκα.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῖ... μὴ δοκεῖν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, -ότος του φύω].
Greek Monotonic
πεφῡκότως: επίρρ. του πέφυκα, φυσικά, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πεφυκότως: естественно, натурально (μὴ πεπλασμένως, ἀλλὰ π. Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεφυκότως, adv. van ptc. perf. van φύομαι, op een natuurlijke manier.