μίγμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (Text replacement - "μεῑγμ" to "μεῖγμ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μείγμα]], το (Α [[μίγμα]] και | |mltxt=και [[μείγμα]], το (Α [[μίγμα]] και μεῖγμα και αιολ. τ. μεῑχμα)<br />[[κάθε]] [[προϊόν]] ανάμιξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> το [[προϊόν]] της ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, [[χωρίς]] να συντελείται χημική [[αντίδραση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μίγμα]] καύσιμο»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μίγμα]] ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ. βενζίνης ή πετρελαίου με αέρα, το οποίο χρησιμοποιείται για την [[τροφοδοσία]] τών μηχανών εσωτερικής καύσης<br />β) «[[μίγμα]] πλούσιο»<br /><b>τεχνολ.</b> καύσιμο [[μίγμα]] που περιέχει ατμούς καυσίμου σε [[αναλογία]] μεγαλύτερη από την άριστη<br />γ) «[[μίγμα]] πτωχό»<br /><b>τεχνολ.</b> καύσιμο [[μίγμα]] που περιέχει ατμούς καυσίμου σε [[αναλογία]] [[σαφώς]] μικρότερη από την άριστη<br />δ) «[[μίγμα]] ψυκτικό»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μίγμα]] στο οποίο οι ουσίες που συμμετέχουν στον σχηματισμό του προκαλούν υποβιβασμό της θερμοκρασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- / <i>μειγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Βλ. ετυμολ. λ. [[μιγνύω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':m⋯gma 米格馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':混合物<br />'''字義溯源''':混合物,混合料,調合物;源自([[μείγνυμι]] / [[μειγνύω]] / [[μίγνυμι]])*=調混)<br />'''出現次數''':總共(1);約(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 混合料(1) 約19:39 | |sngr='''原文音譯''':m⋯gma 米格馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':混合物<br />'''字義溯源''':混合物,混合料,調合物;源自([[μείγνυμι]] / [[μειγνύω]] / [[μίγνυμι]])*=調混)<br />'''出現次數''':總共(1);約(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 混合料(1) 約19:39 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:09, 9 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (μείγνυμι) A mixture, compound, Emp. and Anaxag. ap.Arist.Ph.187a33, cf. Metaph.1012a28. 2 μίγματα, τά, of drugs, Plu.2.80a, Dsc.5.44, Apollon. ap. Gal.12.655; μ. σμύρνης καὶ ἀλόης Ev.Jo.19.39; of pigments, D.H.Is.4, Comp.21; of condiments, Plu. 2.997a; of amalgams, Zos.Alch.p.197 B. (In codd. sometimes μῖγμα, for which μεῖγμα (formed like χεῦμα) shd. perhaps be restored in Emp. and Anaxag. ap. Arist., but μίγμα (formed like χύμα) may be retained in later texts.)
English (Strong)
from μίγνυμι; a compound: mixture.
English (Thayer)
or (so L T) μίγμα (on the accent cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., pp. 32,34 (cf. Winer's Grammar, § 6,1e.; κρίμα, at the beginning)), μιγματος, τό (μεγνυμι), that which has been produced by mixing, a mixture: WH text ἕλιγμα, which see). (Aristotle, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῖγμα και αιολ. τ. μεῑχμα)
κάθε προϊόν ανάμιξης
νεοελλ.
1. χημ. το προϊόν της ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση
2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο»
τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ. βενζίνης ή πετρελαίου με αέρα, το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία τών μηχανών εσωτερικής καύσης
β) «μίγμα πλούσιο»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία μεγαλύτερη από την άριστη
γ) «μίγμα πτωχό»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία σαφώς μικρότερη από την άριστη
δ) «μίγμα ψυκτικό»
τεχνολ. μίγμα στο οποίο οι ουσίες που συμμετέχουν στον σχηματισμό του προκαλούν υποβιβασμό της θερμοκρασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- / μειγ- του μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -μα. Βλ. ετυμολ. λ. μιγνύω].
Chinese
原文音譯:m⋯gma 米格馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:混合物
字義溯源:混合物,混合料,調合物;源自(μείγνυμι / μειγνύω / μίγνυμι)*=調混)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 混合料(1) 約19:39