έσωθεν: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἔσωθεν]], Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. [[εἴσωθεν]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από [[μέσα]] («ακούεται [[φωνή]] [[έσωθεν]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από το εσωτερικό [[μέρος]], από την εσωτερική όψη («ο [[μανδύας]] [[είναι]] επενδεδυμένος [[έσωθεν]] διά δέρματος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> στα [[σωθικά]], [[μέσα]] στην [[καρδιά]]<br /><b>2.</b> στη [[μέση]], [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] («κλίνην κειμένην οὖσαν ἐς τὴν γῆν, [[ἔσωθεν]] δὲ τὴν κόρην», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[μέσα]] σε, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] («[[ἔσωθεν]] τῶν τόσων χρόνων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέσα]] («ἕτερον δὲ [[ἔσωθεν]] | |mltxt=(ΑΜ [[ἔσωθεν]], Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. [[εἴσωθεν]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από [[μέσα]] («ακούεται [[φωνή]] [[έσωθεν]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από το εσωτερικό [[μέρος]], από την εσωτερική όψη («ο [[μανδύας]] [[είναι]] επενδεδυμένος [[έσωθεν]] διά δέρματος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> στα [[σωθικά]], [[μέσα]] στην [[καρδιά]]<br /><b>2.</b> στη [[μέση]], [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] («κλίνην κειμένην οὖσαν ἐς τὴν γῆν, [[ἔσωθεν]] δὲ τὴν κόρην», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[μέσα]] σε, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] («[[ἔσωθεν]] τῶν τόσων χρόνων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέσα]] («ἕτερον δὲ [[ἔσωθεν]] τεῖχος περιθέει», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έσω</i> <span style="color: red;">+</span> [[κατάληξη]] -<i>θεν</i>, που δηλώνει [[απομάκρυνση]], πρβλ. <i>έξω</i>-<i>θεν</i>, [[εκεί]]-<i>θεν</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:50, 13 June 2022
Greek Monolingual
(ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν)
επίρρ.
1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν»)
νεοελλ.
από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος»)
μσν.
1. στα σωθικά, μέσα στην καρδιά
2. στη μέση, πάνω σε μια επιφάνεια («κλίνην κειμένην οὖσαν ἐς τὴν γῆν, ἔσωθεν δὲ τὴν κόρην», Διγεν. Ακρ.)
3. (για χρόνο) μέσα σε, κατά τη διάρκεια («ἔσωθεν τῶν τόσων χρόνων»)
μσν.-αρχ.
μέσα («ἕτερον δὲ ἔσωθεν τεῖχος περιθέει», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έσω + κατάληξη -θεν, που δηλώνει απομάκρυνση, πρβλ. έξω-θεν, εκεί-θεν].