έσωθεν
From LSJ
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
Greek Monolingual
(ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν)
επίρρ.
1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν»)
νεοελλ.
από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος»)
μσν.
1. στα σωθικά, μέσα στην καρδιά
2. στη μέση, πάνω σε μια επιφάνεια («κλίνην κειμένην οὖσαν ἐς τὴν γῆν, ἔσωθεν δὲ τὴν κόρην», Διγεν. Ακρ.)
3. (για χρόνο) μέσα σε, κατά τη διάρκεια («ἔσωθεν τῶν τόσων χρόνων»)
μσν.-αρχ.
μέσα («ἕτερον δὲ ἔσωθεν τεῖχος περιθέει», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έσω + κατάληξη -θεν, που δηλώνει απομάκρυνση, πρβλ. έξω-θεν, εκεί-θεν].