εγκρίνω: Difference between revisions
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(10) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐγκρίνω]])<br /><b>1.</b> ύστερα από [[κρίση]] ή [[εξέταση]] [[παραδέχομαι]] [[κάτι]] ως σωστό, [[επιδοκιμάζω]] ( | |mltxt=(Α [[ἐγκρίνω]])<br /><b>1.</b> ύστερα από [[κρίση]] ή [[εξέταση]] [[παραδέχομαι]] [[κάτι]] ως σωστό, [[επιδοκιμάζω]] («ἐροῦ τιν' ἄνδρα [[ἄριστον]] ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», <b>Ευρ.</b>, <i>Ηλέκτρα</i>)<br /><b>2.</b> [[επικροτώ]], [[χαρακτηρίζω]] ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον», <b>Πλούτ.</b> Ηθ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] έγκυρο, [[αποφασίζω]] θετικά, [[επικυρώνω]] («ο [[υπουργός]] ενέκρινε τις δαπάνες», «τα εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[εκλέγω]], [[αποδέχομαι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 13 June 2022
Greek Monolingual
(Α ἐγκρίνω)
1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῦ τιν' ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα)
2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον», Πλούτ. Ηθ.)
νεοελλ.
κάνω κάτι έγκυρο, αποφασίζω θετικά, επικυρώνω («ο υπουργός ενέκρινε τις δαπάνες», «τα εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία»)
αρχ.
(για πρόσ.) εκλέγω, αποδέχομαι.