επιχρίω: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιχρίω]])<br /><b>1.</b> [[απλώνω]] ρευστή ή μαλακή [[ουσία]] και [[καλύπτω]] μια [[επιφάνεια]] (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ | |mltxt=(AM [[ἐπιχρίω]])<br /><b>1.</b> [[απλώνω]] ρευστή ή μαλακή [[ουσία]] και [[καλύπτω]] μια [[επιφάνεια]] (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ», ΚΔ<br />β. «[[τόξον]] ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ»)<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] τοίχο, [[στέγη]] κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή [[άλλο]] υλικό, [[σοβαντίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαλείφω]] με [[μύρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρίω]] «[[αλείφω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
(AM ἐπιχρίω)
1. απλώνω ρευστή ή μαλακή ουσία και καλύπτω μια επιφάνεια (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ», ΚΔ
β. «τόξον ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ»)
2. καλύπτω τοίχο, στέγη κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή άλλο υλικό, σοβαντίζω
αρχ.
επαλείφω με μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρίω «αλείφω»].