ευμαρής: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(15)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐμαρής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευχερής]], [[εύκολος]] (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.<br />β. «εὐμαρὲς [[χείρωμα]]» — εύκολη [[λεία]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῑ ἐστι» — [[είναι]] εύκολο<br />β) «ἐξ εὐμαροῡς» — με εύκολο τρόπο<br /><b>3.</b> [[άφθονος]], [[φθηνός]] («εὐμαρὴς σῑτος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει [[ανακούφιση]] («[[χρόνος]] γὰρ ευμαρὴς [[θεός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευγενής]]<br /><b>6.</b> αυτός που παρέχει [[άνεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμαρῶς</i> (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)<br /><b>1.</b> με [[ευχέρεια]], εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ηπίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάρη]] «[[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευμάρεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευμαρέω</i>, [[ευμαρότης]]].
|mltxt=[[εὐμαρής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευχερής]], [[εύκολος]] (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.<br />β. «εὐμαρὲς [[χείρωμα]]» — εύκολη [[λεία]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῑ ἐστι» — [[είναι]] εύκολο<br />β) «ἐξ εὐμαροῦς» — με εύκολο τρόπο<br /><b>3.</b> [[άφθονος]], [[φθηνός]] («εὐμαρὴς σῑτος», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει [[ανακούφιση]] («[[χρόνος]] γὰρ ευμαρὴς [[θεός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευγενής]]<br /><b>6.</b> αυτός που παρέχει [[άνεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμαρῶς</i> (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)<br /><b>1.</b> με [[ευχέρεια]], εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ηπίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάρη]] «[[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευμάρεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευμαρέω</i>, [[ευμαρότης]]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

εὐμαρής, -ές (Α)
1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.
β. «εὐμαρὲς χείρωμα» — εύκολη λεία, Αισχύλ.)
2. φρ. α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῑ ἐστι» — είναι εύκολο
β) «ἐξ εὐμαροῦς» — με εύκολο τρόπο
3. άφθονος, φθηνός («εὐμαρὴς σῑτος», επιγρ.)
4. (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει ανακούφισηχρόνος γὰρ ευμαρὴς θεός», Σοφ.)
5. ευγενής
6. αυτός που παρέχει άνεση.
επίρρ...
εὐμαρῶς (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)
1. με ευχέρεια, εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», Λουκιαν.)
2. ηπίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάρη «χέρι».
ΠΑΡ. ευμάρεια
αρχ.
ευμαρέω, ευμαρότης].