εμφάνιση: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
(11)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐμφάνισις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσίαση]], [[προσκόμιση]], [[προσαγωγή]] («[[γραμμάτιο]] πληρωτέο επί τη εμφανίσει» — που [[πρέπει]] να εξοφληθεί [[μόλις]] το παρουσιάσει, το προσκομίσει [[κανείς]])<br /><b>2.</b> [[φανέρωση]], [[παρουσία]], [[παρουσίαση]]<br /><b>3.</b> αρχική [[εκδήλωση]], πρώτη [[φανέρωση]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η επίσημη [[προσέλευση]] και [[παρουσίαση]] κάποιου σε [[δημόσια]] [[συγκέντρωση]]<br /><b>5.</b> <b>γεν.</b> απροσδόκητη, αιφνίδια, απρόοπτη [[προσέλευση]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η συνολική εξωτερική [[εντύπωση]], το [[παρουσιαστικό]], το [[παράστημα]] («έχει [[εμφάνιση]] αλήτη»)<br /><b>7.</b> (για καταστάσεις, γεγονότα) πρώτη [[εμφάνιση]] ή [[εκδήλωση]]<br /><b>8.</b> (ως φωτογραφ. όρος) η [[παρουσίαση]] της εικόνας της αρνητικής πλάκας με χημικά [[μέσα]]<br /><b>μσν.</b><br />(κυρ. για τεκμήρια) [[προσκόμιση]] στο δικαστήριο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκθεση]], [[παρουσίαση]] («[[ἐμφάνισις]] ψευδοῡς συλλογισμοῡ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδειξη]], [[δείγμα]]<br /><b>3.</b> [[απόδειξη]].
|mltxt=η (AM [[ἐμφάνισις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσίαση]], [[προσκόμιση]], [[προσαγωγή]] («[[γραμμάτιο]] πληρωτέο επί τη εμφανίσει» — που [[πρέπει]] να εξοφληθεί [[μόλις]] το παρουσιάσει, το προσκομίσει [[κανείς]])<br /><b>2.</b> [[φανέρωση]], [[παρουσία]], [[παρουσίαση]]<br /><b>3.</b> αρχική [[εκδήλωση]], πρώτη [[φανέρωση]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η επίσημη [[προσέλευση]] και [[παρουσίαση]] κάποιου σε [[δημόσια]] [[συγκέντρωση]]<br /><b>5.</b> <b>γεν.</b> απροσδόκητη, αιφνίδια, απρόοπτη [[προσέλευση]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η συνολική εξωτερική [[εντύπωση]], το [[παρουσιαστικό]], το [[παράστημα]] («έχει [[εμφάνιση]] αλήτη»)<br /><b>7.</b> (για καταστάσεις, γεγονότα) πρώτη [[εμφάνιση]] ή [[εκδήλωση]]<br /><b>8.</b> (ως φωτογραφ. όρος) η [[παρουσίαση]] της εικόνας της αρνητικής πλάκας με χημικά [[μέσα]]<br /><b>μσν.</b><br />(κυρ. για τεκμήρια) [[προσκόμιση]] στο δικαστήριο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκθεση]], [[παρουσίαση]] («[[ἐμφάνισις]] ψευδοῦς συλλογισμοῦ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδειξη]], [[δείγμα]]<br /><b>3.</b> [[απόδειξη]].
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (AM ἐμφάνισις)
νεοελλ.
1. παρουσίαση, προσκόμιση, προσαγωγήγραμμάτιο πληρωτέο επί τη εμφανίσει» — που πρέπει να εξοφληθεί μόλις το παρουσιάσει, το προσκομίσει κανείς)
2. φανέρωση, παρουσία, παρουσίαση
3. αρχική εκδήλωση, πρώτη φανέρωση
4. (για πρόσ.) η επίσημη προσέλευση και παρουσίαση κάποιου σε δημόσια συγκέντρωση
5. γεν. απροσδόκητη, αιφνίδια, απρόοπτη προσέλευση
6. (για πρόσ.) η συνολική εξωτερική εντύπωση, το παρουσιαστικό, το παράστημα («έχει εμφάνιση αλήτη»)
7. (για καταστάσεις, γεγονότα) πρώτη εμφάνιση ή εκδήλωση
8. (ως φωτογραφ. όρος) η παρουσίαση της εικόνας της αρνητικής πλάκας με χημικά μέσα
μσν.
(κυρ. για τεκμήρια) προσκόμιση στο δικαστήριο
αρχ.
1. έκθεση, παρουσίασηἐμφάνισις ψευδοῦς συλλογισμοῦ», Αριστοτ.)
2. ένδειξη, δείγμα
3. απόδειξη.