κεφαλόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεφαλόπους]], -[[οδός]], ὁ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι κεφαλόποδες</i><br />τα [[άκρα]] τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποῡς</i> «[[πόδι]]»), [[πρβλ]]. [[ελεφαντόπους]], [[λεοντόπους]]].
|mltxt=[[κεφαλόπους]], -[[οδός]], ὁ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι κεφαλόποδες</i><br />τα [[άκρα]] τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποῦς</i> «[[πόδι]]»), [[πρβλ]]. [[ελεφαντόπους]], [[λεοντόπους]]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόπους Medium diacritics: κεφαλόπους Low diacritics: κεφαλόπους Capitals: ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kephalópous Transliteration B: kephalopous Transliteration C: kefalopous Beta Code: kefalo/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, in plural, lamb's or goat's A trotters, Cass.Fel.40 (s.v.l.).

Greek Monolingual

κεφαλόπους, -οδός, ὁ (Α)
στον πληθ. οι κεφαλόποδες
τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πους (< ποῦς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].