εὐεστώ: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐεστώ]], -οῡς, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η καλή [[κατάσταση]], [[ησυχία]], [[ηρεμία]], [[ευτυχία]] («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[εστώ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εστί</i>), δωρ. τ. του [[ουσία]]].
|mltxt=[[εὐεστώ]], -οῦς, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η καλή [[κατάσταση]], [[ησυχία]], [[ηρεμία]], [[ευτυχία]] («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[εστώ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εστί</i>), δωρ. τ. του [[ουσία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεστώ Medium diacritics: εὐεστώ Low diacritics: ευεστώ Capitals: ΕΥΕΣΤΩ
Transliteration A: euestṓ Transliteration B: euestō Transliteration C: evesto Beta Code: eu)estw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, v. sub εὖ) A well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85; ἐν εὐ. φίλῃ A.Th.187, Ag.929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib.647, cf. Call.Aet.4.1.7.

German (Pape)

[Seite 1066] οῦς, ἡ (εἰμί), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; πόλις χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. εὐθηνία, εὐδαιμονία; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐθυμίαν) καὶ εὐεστώ; s. Lob. zu Phryn. p. 466.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεστώ: -οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ κατάστασις, ἡσυχία, ἠρεμία, εὐτυχία, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. ἐστώ, ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
bon état, bonne situation, prospérité.
Étymologie: εὖ, ἐστώ.

Greek Monolingual

εὐεστώ, -οῦς, ἡ (Α)
1. η καλή κατάσταση, ησυχία, ηρεμία, ευτυχία («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», Ηρόδ.)
2. τίτλος έργου του Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εστώ (< εστί), δωρ. τ. του ουσία].

Greek Monotonic

εὐεστώ: -οῦς, ἡ, υπάρχω, υφίσταμαι, ζω, από εἰμί (sum)], καλή κατάσταση, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, αταραξία, ευημερία, ευδαιμονία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐεστώ: οῦς ἡ εἰμί благосостояние, благополучие, процветание Aesch., Diog. L.: ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Her. в пору былого благоденствия.

Middle Liddell

ἐστώ being, from εἰμί sum]
well-being, tranquillity, prosperity, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

happiness, good fortune, good luck

⇢ Look up "εὐεστώ" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)