μεσοποτάμιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑM [[μεσοποτάμιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο ποταμών («σῑτός ἐστι [[μικρότερος]] τοῦ πυροῡ γεννᾱται δ' ἐν ταῖς μεσοποταμίαις [χώραις]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[μέσο]] ποταμού («ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Μεσοποταμία</i><br />η [[χώρα]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών ποταμών Τίγρητος και Ευφράτη<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Μεσοποτάμιος</i><br />ο [[κάτοικος]] της Μεσοποταμίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ποτάμιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]]), [[πρβλ]]. [[παραποτάμιος]].
|mltxt=-α, -ο (ΑM [[μεσοποτάμιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο ποταμών («σῑτός ἐστι [[μικρότερος]] τοῦ πυροῦ γεννᾱται δ' ἐν ταῖς μεσοποταμίαις [χώραις]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[μέσο]] ποταμού («ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Μεσοποταμία</i><br />η [[χώρα]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών ποταμών Τίγρητος και Ευφράτη<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Μεσοποτάμιος</i><br />ο [[κάτοικος]] της Μεσοποταμίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ποτάμιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]]), [[πρβλ]]. [[παραποτάμιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοποτάμιος Medium diacritics: μεσοποτάμιος Low diacritics: μεσοποτάμιος Capitals: ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΟΣ
Transliteration A: mesopotámios Transliteration B: mesopotamios Transliteration C: mesopotamios Beta Code: mesopota/mios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, A between rivers, αἱ μ. (sc. χῶραι) Str.15.1.18; ἥδε ἡ μ. ib.30: esp. as pr. n. Μεσοποτᾰμία (sc. χώρα), ἡ, Mesopotamia, Plb.5.44.6, Str.11.12.2, etc.:—hence Μεσοποτᾰμίτης [ῑ], ου, ὁ, Luc.Hist.Conscr.24. II in the middle of the river, ἐν μ. νήσῳ Plu.Oth.4.

German (Pape)

[Seite 139] α, ον, zwischen Flüssen gelegen; ἡ μεσοποταμία, sc. χώρα, Pol. 5, 44, 6; νῆσος, Plut. Oth. 4, mitten im Flusse. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοποτάμιος: -α, -ον, ὁ μεταξὺ ποταμῶν· Μεσοποταμία (δηλ. χώρα), ἡ, χώρα ἡ μεταξὺ δύο ποταμῶν, μάλιστα ἡ μεταξὺ Τίγρητος καὶ Εὐφράτου, Mesopotamia, Πολύβ. 5. 44, 6, Στράβ. 521· - Μεσοποταμίτης, [ῑ], -ου, ὁ, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 24. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ποταμοῦ, ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ Πλουτ. Ὄθων 4.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 situé entre deux fleuves ; ἡ Μεσοποταμία la Mésopotamie, contrée entre le Tigre et l’Euphrate;
2 situé au milieu d’un fleuve.
Étymologie: μέσος, ποταμός.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑM μεσοποτάμιος, -ία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών («σῑτός ἐστι μικρότερος τοῦ πυροῦ γεννᾱται δ' ἐν ταῖς μεσοποταμίαις [χώραις]», Στράβ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο μέσο ποταμού («ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ», Πλούτ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεσοποταμία
η χώρα που βρίσκεται μεταξύ τών ποταμών Τίγρητος και Ευφράτη
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεσοποτάμιος
ο κάτοικος της Μεσοποταμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ποτάμιος (< ποταμός), πρβλ. παραποτάμιος.

Greek Monotonic

μεσοποτάμιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε ποταμούς· Μεσοποταμία (ενν. χώρα), , τόπος που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, ιδίως αυτή μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη, Μεσοποταμία, σε Πολύβ., Στράβ.· Μεσοποταμίτης [ῑ], -ου, , σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεσοποτάμιος: (ᾰ)
1) находящийся между реками (sc. χώρα Polyb.);
2) находящийся посреди реки (νῆσος Plut.).

Middle Liddell

μεσο-ποτάμιος, η, ον
between rivers: Μεσοποταμία, sc. χώρα, a land between two rivers, esp. that between the Tigris and Euphrates, Mesopotamia, Polyb., Strab.:— Μεσοποταμίτης, [ῑ], ου, ὁ, Luc.