συνδιαλύω: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>συνδιαλύομαι</i><br />α) διαλύομαι [[μαζί]] η ταυτόχρονα με άλλον<br />β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπαύω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[συνεισφέρω]] και εγώ στην [[εξόφληση]] μιας οφειλής.
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>συνδιαλύομαι</i><br />α) διαλύομαι [[μαζί]] η ταυτόχρονα με άλλον<br />β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπαύω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῦμεν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[συνεισφέρω]] και εγώ στην [[εξόφληση]] μιας οφειλής.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:25, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαλύω Medium diacritics: συνδιαλύω Low diacritics: συνδιαλύω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΛΥΩ
Transliteration A: syndialýō Transliteration B: syndialyō Transliteration C: syndialyo Beta Code: sundialu/w

English (LSJ)

A help in putting an end to, τὰς ταραχάς Isoc.4.134. 2 Med., help to pay, Luc.Dem.Enc.45, Aristid.2.456J. II Pass., to be dissipated, melt away with, δόξα τισὶν ὁμοῦ -ομένη Plu.2.823e; to be abolished at the same time, ἡ τυραννὶς -εται Aen.Gaz.Thphr.p.58B.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. λύω), mit, zugleich, zusammen auflösen, versöhnen, ausgleichen; τὰς ταραχάς, Isocr. 4, 134; Dem. 33, 17; Sp.; – im med. bezahlen, Luc. Dem. enc. 45.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαλύω: μέλλ. -λύσω, βοηθῶ εἰς διάλυσιν, καθησυχάζω ὁμοῦ, καταπαύω, τὰς ταραχὰς Ἰσοκρ. 68C, 2) συνδιαλλάττω, συμφιλιώνω, Δημ. 897. 28. 3) Μέσ., συνεισφέρω πρὸς ἐξόφλησιν, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 45. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., διαλύομαι, ἐξαφανίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, συναναλίσκομαι, ὁμοῦ τινι Πλούτ. 2. 823Ε.

French (Bailly abrégé)

1 aider à faire cesser en même temps (des troubles);
2 perdre ou dissiper avec, τινι;
Moy. συνδιαλύομαι aider à payer.
Étymologie: σύν, διαλύω.

Greek Monolingual

ΜΑ
παθ. συνδιαλύομαι
α) διαλύομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον
β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον
αρχ.
1. καταπαύω κάτι μαζί με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῦμεν», Ισοκρ.)
2. μέσ. συνεισφέρω και εγώ στην εξόφληση μιας οφειλής.

Greek Monotonic

συνδιαλύω: μέλ. -λύσω [ῡ],
1. βοηθώ στην κατάπαυση, στο καταλάγιασμα, καθησυχάζω, σε Ισοκρ.
2. βοηθώ στην καταλλαγή, τη συμφιλίωση, συμφιλιώνω, σε Δημ.
3. Μέσ., συνεισφέρω στην εξόφληση, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαλύω:
1) вместе прекращать, помогать прекратить (τὰς ταραχάς Isocr.);
2) помогать примирению, примирять Dem.;
3) одновременно расточать, вместе терять Plut.;
4) med. помогать нести расходы, вместе оплачивать (τινὶ τοὺς ἐράνους Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαλύω act. helpen (iets) tot een einde te brengen, met acc.. Isocr. 4.134. med. helpen afbetalen, helpen inlossen, helpen aflossen, met dat. en acc.. οἷς τοὺς ἐράνους συνδιελυσάμην (de vaders) die ik geholpen heb hun leningen terug te betalen [Luc.] 58.45.

Middle Liddell

fut. -λύσω
1. to help in putting an end to, Isocr.
2. to help in reconciling, Dem.
3. Mid. to help to pay, Luc.