φραστήρ: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει πληροφορίες για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φραστὴρ ὁδοῡ [ή ὁδῶν]» — [[οδηγός]]<br />β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η [[ηλικία]] ενός ζώου (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει πληροφορίες για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φραστὴρ ὁδοῦ [ή ὁδῶν]» — [[οδηγός]]<br />β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η [[ηλικία]] ενός ζώου (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:30, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φραστήρ Medium diacritics: φραστήρ Low diacritics: φραστήρ Capitals: ΦΡΑΣΤΗΡ
Transliteration A: phrastḗr Transliteration B: phrastēr Transliteration C: frastir Beta Code: frasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A teller, expounder, τινος of or about a thing, X.Cyr.4.5.17; ὁδῶν φ. guide, ib.5.4.40, cf. Ph.2.77, Plu.2.243e: φ. ὀδόντες, = γνώμονες, the teeth that tell the age, Sch.Ar.Ra.421.

German (Pape)

[Seite 1303] ὁ, Sprecher, Andeuter, Erklärer, Jeder, der Etwas erklärt, verständlich macht, zeigt; ὁδῶν, Wegweiser, Xen. Cyr. 5, 4,40, vgl. 4, 5,17; ὀδόντες φραστῆρες, = γνώμονες, die Kennzähne, Schol. Ar. Ran. 421.

Greek (Liddell-Scott)

φραστήρ: ῆρος, ὁ (φράζω) ὁ φράζων, πληροφορῶν, δεικνύων, ὁδηγός, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 17· φραστὴρ ὁδῶν, ὁδηγός, αὐτόθι 5. 4. 40, πρβλ. Πλούτ. 2. 243F· ― φραστῆρες ὀδόντες, ἄλλως γνώμονες, οἱ δηλοῦντες τὴν ἡλικίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 421, Σουΐδ. ἐν λ. ἑπτέτης (πρβλ. φράτηρ).

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui indique, explique ou montre.
Étymologie: φράζω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που δίνει πληροφορίες για κάτι
2. φρ. α) «φραστὴρ ὁδοῦ [ή ὁδῶν]» — οδηγός
β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η ηλικία ενός ζώου (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω (Ι) + κατάλ. -τήρ].

Greek Monotonic

φραστήρ: -ῆρος, ὁ (φράζω), ομιλητής, αυτός που καθοδηγεί, πληροφοριοδότης, τινος, για ή σχετικά με ένα πράγμα, σε Ξεν.· φραστὴρ ὁδῶν, οδηγός, στον ίδ.· φραστῆρες ὀδόντες, τα δόντια που δηλώνουν την ηλικία.

Russian (Dvoretsky)

φραστήρ: ῆρος ὁ
1) дающий указания, указчик Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;
2) (sc. ὀδούς) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. φράτηρ).