χούφτα: Difference between revisions

From LSJ
(46)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / φοῡκτα, ΝΜ, και [[φούχτα]] και [[φούκτα]] Ν<br />η [[παλάμη]] του χεριού μισόκλειστη, το [[κοίλο]] του χεριού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ποσότητα]] που χωράει στην [[παλάμη]] του χεριού («μια [[χούφτα]] [[ρύζι]]»)<br /><b>2.</b> πολύ [[μικρός]] [[αριθμός]] («μια [[χούφτα]] άνθρωποι»)<br /><b>3.</b> [[λαβή]], [[ιδίως]] σπαθιού («και συ [[σπαθί]] μου [[δαμασκί]] με τη [[χρυσή]] τη [[χούφτα]]», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[φούχτα]] / <i>φοῦκτα</i> έχουν προέλθει, [[κατά]] μία [[άποψη]], από το αρχ. [[πυκτή]] «[[πίνακας]] που διπλώνεται, δίπτυχο», με [[τροπή]] τών <i>π</i>- και -<i>κ</i>- στα αντίστοιχα εκφραστικά διαρκή τριβόμενα σύμφωνα <i>φ</i>- και -<i>χ</i>- και του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ξυράφι]]: [[ξουράφι]]). Εξάλλου, ο τ. [[χούφτα]] έχει σχηματιστεί με [[αντιμετάθεση]] από τον τ. [[φούχτα]] (<b>πρβλ.</b> [[φαλάκρα]]: [[καράφλα]]). Κατ'άλλους, ο τ. <i>φοῦκτα</i> έχει προκύψει υποχωρητικά από το ρ. <i>φουκτίζω</i> /[[φουχτίζω]] (<b>πρβλ.</b> [[μαγαρίζω]]: [[μαγάρα]])].
|mltxt=η / φοῦκτα, ΝΜ, και [[φούχτα]] και [[φούκτα]] Ν<br />η [[παλάμη]] του χεριού μισόκλειστη, το [[κοίλο]] του χεριού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ποσότητα]] που χωράει στην [[παλάμη]] του χεριού («μια [[χούφτα]] [[ρύζι]]»)<br /><b>2.</b> πολύ [[μικρός]] [[αριθμός]] («μια [[χούφτα]] άνθρωποι»)<br /><b>3.</b> [[λαβή]], [[ιδίως]] σπαθιού («και συ [[σπαθί]] μου [[δαμασκί]] με τη [[χρυσή]] τη [[χούφτα]]», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[φούχτα]] / <i>φοῦκτα</i> έχουν προέλθει, [[κατά]] μία [[άποψη]], από το αρχ. [[πυκτή]] «[[πίνακας]] που διπλώνεται, δίπτυχο», με [[τροπή]] τών <i>π</i>- και -<i>κ</i>- στα αντίστοιχα εκφραστικά διαρκή τριβόμενα σύμφωνα <i>φ</i>- και -<i>χ</i>- και του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ξυράφι]]: [[ξουράφι]]). Εξάλλου, ο τ. [[χούφτα]] έχει σχηματιστεί με [[αντιμετάθεση]] από τον τ. [[φούχτα]] (<b>πρβλ.</b> [[φαλάκρα]]: [[καράφλα]]). Κατ'άλλους, ο τ. <i>φοῦκτα</i> έχει προκύψει υποχωρητικά από το ρ. <i>φουκτίζω</i> /[[φουχτίζω]] (<b>πρβλ.</b> [[μαγαρίζω]]: [[μαγάρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:32, 13 June 2022

Greek Monolingual

η / φοῦκτα, ΝΜ, και φούχτα και φούκτα Ν
η παλάμη του χεριού μισόκλειστη, το κοίλο του χεριού
νεοελλ.
1. η ποσότητα που χωράει στην παλάμη του χεριού («μια χούφτα ρύζι»)
2. πολύ μικρός αριθμός («μια χούφτα άνθρωποι»)
3. λαβή, ιδίως σπαθιού («και συ σπαθί μου δαμασκί με τη χρυσή τη χούφτα», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φούχτα / φοῦκτα έχουν προέλθει, κατά μία άποψη, από το αρχ. πυκτή «πίνακας που διπλώνεται, δίπτυχο», με τροπή τών π- και -κ- στα αντίστοιχα εκφραστικά διαρκή τριβόμενα σύμφωνα φ- και -χ- και του -υ- σε -ου- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι). Εξάλλου, ο τ. χούφτα έχει σχηματιστεί με αντιμετάθεση από τον τ. φούχτα (πρβλ. φαλάκρα: καράφλα). Κατ'άλλους, ο τ. φοῦκτα έχει προκύψει υποχωρητικά από το ρ. φουκτίζω /φουχτίζω (πρβλ. μαγαρίζω: μαγάρα)].