χαλκούς: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(Bailly1_5)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>acc. pl. de</i> [[χαλκός]].
|btext=<i>acc. pl. de</i> [[χαλκός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ούν / χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[χάλκεος]], -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. [[χάλκειος]], -είη, -ον, και ιων. τ. [[χαλκήϊος]], -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. [[χάλκιος]], -ία, -ον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[χάλκινος]] (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χαλκοῦς]]<br />[[οβελίσκος]] του βυζαντινού ιπποδρομίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινη [[απεικόνιση]], χάλκινο [[άγαλμα]] (α. «χάλκεον Δία», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ταύρῳ χαλκέῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο [[νόμισμα]], ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ χαλκοί</i><br />τα χρήματα<br /><b>5.</b> (το ασυναίρ. ουδ. [[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) <i>χάλκεον</i><br />ισχυρά, [[δυνατά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάλκεος]] [[ὕπνος]]» — ο [[αιώνιος]] ύπνος, ο [[θάνατος]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[χάλκεος]] [[ἀγών]]» — [[αγώνας]] [[κατά]] τον οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] χάλκινη [[ασπίδα]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «[[χαλκῆ]] [[μυῖα]]» — [[είδος]] παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>οῦς</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>εος</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 20:32, 13 June 2022

French (Bailly abrégé)

acc. pl. de χαλκός.

Greek Monolingual

-ή, -ούν / χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. χάλκειος, -είη, -ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, -ία, -ον, Α
(λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», Σοφ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.χαλκοῦς
οβελίσκος του βυζαντινού ιπποδρομίου
αρχ.
1. χάλκινη απεικόνιση, χάλκινο άγαλμα (α. «χάλκεον Δία», Ηρόδ.
β. «ταύρῳ χαλκέῳ», Πίνδ.)
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός
3. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο νόμισμα, ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού
4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ χαλκοί
τα χρήματα
5. (το ασυναίρ. ουδ. χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) χάλκεον
ισχυρά, δυνατά
6. φρ. α) «χάλκεος ὕπνος» — ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος (Ομ. Ιλ.)
β) «χάλκεος ἀγών» — αγώνας κατά τον οποίο δινόταν ως βραβείο χάλκινη ασπίδα (Πίνδ.)
γ) «χαλκῆ μυῖα» — είδος παιχνιδιού, η τυφλόμυγα (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -οῦς / -εος / -ειος (πρβλ. σιδηρ-οῦς / σιδήρ-εος / σιδήρ-ειος)].