χωρίο: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(47c)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χωρίον]], ΝΜΑ [[χώρα]] / [[χῶρος]]<br /> <b>μτφ.</b> σύντομο, [[συνήθως]] αυτοτελές, [[απόσπασμα]] κειμένου, [[περικοπή]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[ιδιαίτερος]] [[τόπος]], [[περιοχή]] («ὡς τοῡτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ [[χωρίον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> οχυρή [[τοποθεσία]], [[οχύρωμα]] («Φυλὴν [[χωρίον]] καταλαμβάνει ὀχυρόν», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>3.</b> [[κτήμα]], κτηματική [[περιουσία]], [[χωράφι]] («ἦν τοῡτο Πεισάνδρου τὸ [[χωρίον]]», Λυσ.)<br /> <b>4.</b> μικρή [[πόλη]], [[κωμόπολη]]<br /> <b>5.</b> [[τόπος]] εργασίας<br /> <b>6.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] του σώματος<br /> <b>7.</b> ιστορική [[περίοδος]], [[εποχή]]<br /> <b>8.</b> <b>μαθημ.</b> η [[επιφάνεια]] σχήματος<br /> <b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χωρία</i>- θέματα συζήτησης<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[χωρίον]] τὸ ἐπὶ τοῡ [[ἥπατος]]»<br /> <b>ιατρ.</b> η [[χοληδόχος]] [[κύστη]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.
|mltxt=το / [[χωρίον]], ΝΜΑ [[χώρα]] / [[χῶρος]]<br /> <b>μτφ.</b> σύντομο, [[συνήθως]] αυτοτελές, [[απόσπασμα]] κειμένου, [[περικοπή]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[ιδιαίτερος]] [[τόπος]], [[περιοχή]] («ὡς τοῦτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ [[χωρίον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> οχυρή [[τοποθεσία]], [[οχύρωμα]] («Φυλὴν [[χωρίον]] καταλαμβάνει ὀχυρόν», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>3.</b> [[κτήμα]], κτηματική [[περιουσία]], [[χωράφι]] («ἦν τοῦτο Πεισάνδρου τὸ [[χωρίον]]», Λυσ.)<br /> <b>4.</b> μικρή [[πόλη]], [[κωμόπολη]]<br /> <b>5.</b> [[τόπος]] εργασίας<br /> <b>6.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] του σώματος<br /> <b>7.</b> ιστορική [[περίοδος]], [[εποχή]]<br /> <b>8.</b> <b>μαθημ.</b> η [[επιφάνεια]] σχήματος<br /> <b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χωρία</i>- θέματα συζήτησης<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[χωρίον]] τὸ ἐπὶ τοῦ [[ἥπατος]]»<br /> <b>ιατρ.</b> η [[χοληδόχος]] [[κύστη]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

Greek Monolingual

το / χωρίον, ΝΜΑ χώρα / χῶρος
μτφ. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, περικοπή
αρχ.
1. ιδιαίτερος τόπος, περιοχή («ὡς τοῦτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ χωρίον», Αριστοφ.)
2. οχυρή τοποθεσία, οχύρωμα («Φυλὴν χωρίον καταλαμβάνει ὀχυρόν», Ξεν.)
3. κτήμα, κτηματική περιουσία, χωράφι («ἦν τοῦτο Πεισάνδρου τὸ χωρίον», Λυσ.)
4. μικρή πόλη, κωμόπολη
5. τόπος εργασίας
6. ιατρ. μέρος του σώματος
7. ιστορική περίοδος, εποχή
8. μαθημ. η επιφάνεια σχήματος
9. στον πληθ. τὰ χωρία- θέματα συζήτησης
10. φρ. «τὸ χωρίον τὸ ἐπὶ τοῦ ἥπατος»
ιατρ. η χοληδόχος κύστη (Ιπποκρ.).