παραπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και παραπλάττω ΜΑ<br />[[μετασχηματίζω]], [[μεταμορφώνω]] («ὁποῑα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παραπλάττομαι</i><br />[[προσαρτώ]], [[εξαρτώ]] («παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάσσω]] «[[πλάθω]]»].
|mltxt=και παραπλάττω ΜΑ<br />[[μετασχηματίζω]], [[μεταμορφώνω]] («ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παραπλάττομαι</i><br />[[προσαρτώ]], [[εξαρτώ]] («παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάσσω]] «[[πλάθω]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραπλάσσω:''' атт. παραπλάττω (преимущ. med.)<br /><b class="num">1)</b> присоединять, добавлять (τινι τι Sext.);<br /><b class="num">2)</b> преобразовывать, переделывать (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.).
|elrutext='''παραπλάσσω:''' атт. παραπλάττω (преимущ. med.)<br /><b class="num">1)</b> присоединять, добавлять (τινι τι Sext.);<br /><b class="num">2)</b> преобразовывать, переделывать (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.).
}}
}}

Revision as of 09:10, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάσσω Medium diacritics: παραπλάσσω Low diacritics: παραπλάσσω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: paraplássō Transliteration B: paraplassō Transliteration C: paraplasso Beta Code: parapla/ssw

English (LSJ)

Att. παραπλάττω, A transform, in fut. Med. -πλάσομαι S.E.M.1.208 :—Pass., receive another form, Hero Spir.1 Prooem. II Med., append, παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρᾳ τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα S.E.M.5.70, cf. Phld.Rh.1.6S.

German (Pape)

[Seite 494] (s. πλάσσω), umbilden, in eine andere, bes. schlechtere Form bringen, Sp., bes. Gramm., παραπλασόμεθα S. Emp. adv. gramm. 208; pass. eine andere Form annehmen; – anbilden, andichten, Sp. Davon

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάσσω: Ἀττ. -ττω, μεταπλάσσω, μεταμορφῶ, ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα Β΄, στ. 307: ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 208· - παθ., λαμβάνω ἕτερον τύπον, μεταμορφοῦμαι, μεταβάλλομαι, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 148. ΙΙ. περιγράφω τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.

Greek Monolingual

και παραπλάττω ΜΑ
μετασχηματίζω, μεταμορφώνω («ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)
αρχ.
μέσ. παραπλάττομαι
προσαρτώ, εξαρτώ («παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάσσω «πλάθω»].

Russian (Dvoretsky)

παραπλάσσω: атт. παραπλάττω (преимущ. med.)
1) присоединять, добавлять (τινι τι Sext.);
2) преобразовывать, переделывать (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.).