ενθλίβω: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνθλίβω]]) [[θλίβω]]<br />[[πιέζω]] [[προς]] τα [[μέσα]], [[κοιλαίνω]] [[κάτι]] με [[πίεση]], [[ζουλώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σπάζω]], [[συντρίβω]] («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> θλίβομαι, στενοχωρούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῖς ληνοῑς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ. Νύσσ.).
|mltxt=(AM [[ἐνθλίβω]]) [[θλίβω]]<br />[[πιέζω]] [[προς]] τα [[μέσα]], [[κοιλαίνω]] [[κάτι]] με [[πίεση]], [[ζουλώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σπάζω]], [[συντρίβω]] («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> θλίβομαι, στενοχωρούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῖς ληνοῖς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ. Νύσσ.).
}}
}}

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

(AM ἐνθλίβω) θλίβω
πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ
μσν.
1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.)
2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι
αρχ.
παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῖς ληνοῖς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ. Νύσσ.).